Νέος Πτωχευτικός Νόμος


ΠΤΩΧΕΥΣΗ

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΣΚΟΠΟΣ - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ - ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

Άρθρο 75

Σκοπός της πτώχευσης

Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με τη ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής ή των κατ’ ιδίαν περιουσιακών του στοιχείων και στην επιστροφή παραγωγικών μέσων σε δυνητικά παραγωγικές χρήσεις το συντομότερο δυνατό.

 

Άρθρο 76

Υποκειμενικές προϋποθέσεις

1. Πτωχευτική ικανότητα έχουν τα φυσικά πρόσωπα. Πτωχευτική ικανότητα έχουν επίσης τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό. Με το προβλεπόμενο στο άρθρο 204 προεδρικό διάταγμα η πτωχευτική ικανότητα μπορεί να αποδίδεται και σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που δεν επιδιώκουν οικονομικό σκοπό, αλλά ασκούν οικονομική δραστηριότητα.

2. Δεν κηρύσσονται σε πτώχευση τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και οι δημόσιοι οργανισμοί, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο τυχόν εξαιρείται με ρητή διάταξη νόμου.

3. Η παύση της οικονομικής δραστηριότητας ή, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, της λειτουργίας εν γένει, ή, όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, ο θάνατος, δεν κωλύουν την πτώχευση, αν επήλθαν σε χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του. Σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, η αίτηση για κήρυξή του σε πτώχευση πρέπει να υποβληθεί το αργότερο εντός έτους από το θάνατό του.

 

Άρθρο 77

Αντικειμενικές προϋποθέσεις

1. Σε πτώχευση κηρύσσεται ο οφειλέτης που βρίσκεται σε παύση πληρωμών, ήτοι αυτός που αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο. Δεν αποτελούν εκπλήρωση των υποχρεώσεων οι πληρωμές που πραγματοποιούνται με δόλια ή καταστρεπτικά μέσα.

2. Τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών όταν δεν καταβάλει ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 40% των συνολικών του ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Η επιλεκτική εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην αδυναμία εκπλήρωσης ακόμα και μίας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής.

3. Επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης αποτελεί λόγο κήρυξης της πτώχευσης, όταν την κήρυξή της ζητά ο οφειλέτης.

4. Πτώχευση κηρύσσεται εφόσον, με βάση τα οικονομικά στοιχεία που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου, πιθανολογείται ότι η περιουσία ή το εισόδημα του οφειλέτη, επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Άλλως, το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213.

 

Άρθρο 78

Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο - Διαδικασία

1. Με εξαίρεση τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου στις οποίες εφαρμόζεται το Έκτο Μέρος του παρόντος Δεύτερου Βιβλίου, αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του, ή, στην περίπτωση φυσικού προσώπου χωρίς εμπορική ιδιότητα, την κύρια κατοικία του, όπως αυτή προκύπτει από την τελευταία φορολογική δήλωση του οφειλέτη πριν από την κατάθεση αίτησης πτώχευσης.

2. Μικρού αντικειμένου πτωχεύσεις ορίζονται αυτές στις οποίες ο οφειλέτης ικανοποιεί ένα από τα κριτήρια προσδιορισμού της πολύ μικρής οντότητας του άρθρου 2

του ν. 4308/2014 (Α΄ 251). Στην περίπτωση των φυσικών προσώπων, το κριτήριο που αφορά το ενεργητικό εφαρμόζεται στην περιουσία του προσώπου. Ως προς την ακίνητη περιουσία του προσώπου η αξία αυτής προκύπτει κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11. Οι διαδικαστικές και άλλες παρεκκλίσεις της πτώχευσης μικρού αντικειμένου αναφέρονται στο Έκτο Μέρος του παρόντος Δεύτερου Βιβλίου, ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των υπολοίπων Μερών του Δεύτερου Βιβλίου.

3. Κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος, όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι αναγνωρίσιμος από τους τρίτους. Για τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.

4. Η υπόθεση εκδικάζεται όπως προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 130.

5. Στη συζήτηση της αίτησης κλητεύεται ο οφειλέτης δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο, εφόσον αυτή υποβάλλεται από τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 79, άλλως η συζήτηση είναι απαράδεκτη. Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο και σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.ΕΜ.Η.) δεν έχει διοίκηση, η κλήτευση λογίζεται νομίμως γενομένη εάν γίνει στην τελευταία καταχωρημένη στο Γ.ΕΜ.Η. διεύθυνση του νομικού προσώπου, ή στην τελευταία γνωστή διεύθυνση σύμφωνα με τη δήλωση φόρου εισοδήματος, ή αν δεν υπάρχει, ως αγνώστου διαμονής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σε κάθε περίπτωση η κλήτευση καταχωρείται στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Το δικαστήριο κατά τον προσδιορισμό της δικασίμου μπορεί να διατάξει την κλήτευση των σημαντικότερων μετόχων ή εταίρων, αν είναι γνωστοί. Τη διαδικασία της παρούσας μπορεί να εκκινήσουν και πιστωτές μέσω διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, πριν από την εκδίκαση της αίτησης πτώχευσης. Αντίστοιχη διαδικασία ακολουθείται και για τα φυσικά πρόσωπα αγνώστου διαμονής.

6. Το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 748 του Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσμία της κλήτευσης, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών, καθώς και την καταχώρησή της.

 

Άρθρο 79

Αίτηση πτώχευσης - Δικαιολογητικά

1. Η πτώχευση κηρύσσεται μετά από αίτηση ενός ή περισσοτέρων πιστωτών με έννομο συμφέρον, καθώς και μετά από αίτηση του εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, ή μετά από αίτηση του οφειλέτη. Όταν η αίτηση υποβάλλεται από πιστωτή ή πιστωτές του οφειλέτη, οι οποίοι εκπροσωπούν το τριάντα τοις εκατό (30%) τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνονται ενέγγυοι πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το είκοσι τοις εκατό (20%) τουλάχιστον των ενέγγυων, και εφόσον πρόκειται για επιχείρηση και δεν είναι πτώχευση μικρού αντικειμένου, μπορεί να περιέχει αίτημα για εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής με τη διαδικασία των άρθρων 157 επ.. Όταν υποβάλλεται αίτηση πτώχευσης χωρίς την υποβολή του αιτήματος του προηγούμενου εδαφίου, είναι δυνατόν να υποβάλει πρόσθετη παρέμβαση πιστωτής ή πιστωτές του οφειλέτη με αίτημα για εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής, εφόσον εκπροσωπείται το τριάντα τοις εκατό (30%) τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη, εξαιρουμένων των απαιτήσεων συνδεδεμένων μερών προς τον οφειλέτη κατά την έννοια του Παραρτήματος Α΄ του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), στους οποίους περιλαμβάνονται ενέγγυοι πιστωτές που εκπροσωπούν το είκοσι τοις εκατό (20%) τουλάχιστον των ενέγγυων.

2. Ο υπολογισμός του ποσοστού των αιτούντων πιστωτών για τις ανάγκες του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που συντάσσεται από κάτοχο άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α΄ ή Β΄ Τάξεως του ν. 2515/1997 (Α΄ 154) ή ορκωτό ελεγκτή λογιστή, βασίζεται στις δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις ή/και τα βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη ή/και των αιτούντων πιστωτών και αποτυπώνεται σε βεβαίωση του συντάκτη ότι συντρέχει η προϋπόθεση του ποσοστού του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1. Η βεβαίωση αυτή επισυνάπτεται στην αίτηση πτώχευσης με ποινή απαράδεκτου του αιτήματος για εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής. Κοινοπρακτούντες και ομολογιούχοι πιστωτές συμμετέχουν στον σχηματισμό του ποσοστού του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 και εκπροσωπούνται σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας ή κατά περίπτωση του προγράμματος ομολογιακού δανείου.

3. Στην αίτηση πρέπει να αναγράφονται το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, η επωνυμία, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.), καθώς και η διεύθυνση, όπου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του ή κατά περίπτωση το κέντρο των κύριων συμφερόντων του και τις τυχόν δευτερεύουσες εγκαταστάσεις του. Επίσης στην αίτηση που αφορά έμπορο πρέπει να αναγράφεται και ο αριθμός Γενικού Εμπορικού Μητρώου του οφειλέτη. Αν τα στοιχεία αυτά δεν έχουν αναγραφεί ή δεν συμπληρώθηκαν, κατά το άρθρο 227 του Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

4. Περαιτέρω η αίτηση πρέπει να αναφέρει τον προτεινόμενο σύνδικο με το όνομα, επώνυμο, και τη διεύθυνση αυτού και η αίτηση να συνοδεύεται από έγγραφη δήλωση του υποψήφιου συνδίκου ότι αποδέχεται τον διορισμό και από δήλωσή του περί μη υπάρξεως κωλύματος. Δεν απαιτείται η αναφορά του προτεινόμενου συνδίκου, εφόσον την αίτηση υποβάλλει ο οφειλέτης και η αίτηση περιέχει δήλωση ότι δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση υποψήφιου συνδίκου που να αποδεχθεί τον διορισμό.

5. Ο οφειλέτης υποχρεούται να υποβάλει, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, πάντως το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, αφότου συντρέξουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 77, αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης.

6. Με την αίτησή του ο οφειλέτης υποχρεούται να καταθέσει, με ποινή απαραδέκτου, βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας της φορολογικής διοίκησης για τα χρέη του προς το Δημόσιο και τις χρηματοοικονομικές του καταστάσεις για την τελευταία χρήση, για την οποία είναι διαθέσιμες, εφόσον έχει υποχρέωση να συντάσσει τέτοιες. Στην βεβαίωση αυτή πιστοποιείται ότι περιλαμβάνονται όλες οι βεβαιωμένες οφειλές του αιτούντα, ατομικές και από εκ του νόμου συνοφειλή, καθώς και τυχόν φορολογικές εκκρεμότητες αυτού. Σε περίπτωση αίτησης φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο δεν δημοσιεύει χρηματοοικονομικές καταστάσεις, με την αίτηση κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου η τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος, η δήλωση στοιχείων ακινήτων, κατάσταση των πιστωτών του και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα. Ο οφειλέτης υπέχει ως προς τα παραπάνω δηλούμενα στοιχεία ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 952

του Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία, βεβαιωμένα ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου τους από τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου, όπου υπάρχει, και από τον νόμιμο εκπρόσωπο του οφειλέτη, εφόσον η αίτηση αφορά νομικό πρόσωπο. Εφόσον η αίτηση γίνεται ηλεκτρονικά μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, τα έγγραφα μπορούν να υποβάλλονται σε ηλεκτρονικό αντίγραφο. Ως προς τα απαιτούμενα στοιχεία που ευρίσκονται σε βάσεις δεδομένων του δημόσιου τομέα ή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η αίτηση περιλαμβάνει συναίνεση πρόσβασης στα αρχεία αυτά για κάθε πρόσωπο με έννομο συμφέρον καθώς και συναίνεση για άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του ν.δ. 1059/1971 (Α΄ 270), καθώς και του φορολογικού απορρήτου. Την ίδια συναίνεση πρόσβασης σε κάθε πρόσωπο με έννομο συμφέρον παρέχει ο οφειλέτης και ως προς κατατεθέντα συνοδευτικά έγγραφα.

7. Η αίτηση και το σύνολο των συνοδευτικών εγγράφων δημοσιεύονται στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213.

8. Με την επιφύλαξη των διατάξεων για τις αιτήσεις πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου που υποβάλλονται από τον οφειλέτη, στην αίτηση επισυνάπτεται σε πρωτότυπο, με ποινή απαραδέκτου αυτής, γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων πεντακοσίων (500) ευρώ για την αντιμετώπιση των πρώτων εξόδων της πτώχευσης. Το ποσό αναλαμβάνεται από τον σύνδικο με άδεια του εισηγητή. Ο αιτών ικανοποιείται ως ομαδικός πιστωτής για το προκαταβληθέν ποσό. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ή παραίτησης από το δικόγραφο, το ποσό επιστρέφεται στον αιτούντα.

 

Άρθρο 80

Απόρριψη της αίτησης

1. Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν δεν συντρέχουν οι υποκειμενικές ή οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την κήρυξη της πτώχευσης.

2. Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν αποδειχθεί ότι αυτή ασκείται καταχρηστικά. Καταχρηστική είναι η αίτηση ιδίως, εάν ο πιστωτής την χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης ή προς επιδίωξη σκοπών άσχετων με την πτώχευση, ως θεσμό συλλογικής εκτέλεσης, καθώς και εάν ο οφειλέτης την υποβάλλει προς το σκοπό δόλιας αποφυγής πληρωμής των χρεών του.

3. Στην περίπτωση που συντρέχουν οι όροι της παρ. 2, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση όποιου από τους διαδίκους έχει έννομο συμφέρον, να επιδικάσει αποζημίωση σε βάρος εκείνου που υπέβαλε την αίτηση.

 

Άρθρο 81

Περιεχόμενο της απόφασης

1. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου του Έκτου Μέρους του παρόντος Δεύτερου Βιβλίου, με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει εισηγητή, δικαστή και σύνδικο της πτώχευσης και διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Με την ίδια απόφαση και εφόσον έχει κατατεθεί σχετικό αίτημα, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 79, και πιθανολογείται από το δικαστήριο ότι με τον τρόπο αυτό θα βελτιωθεί η ανάκτηση των πιστωτών, το πτωχευτικό δικαστήριο αποφαίνεται περί της εκποίησης των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων ή περί της εκποίησης του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής. Για την πιθανολόγηση του αν η αιτούμενη διαδικασία ρευστοποίησης βελτιώνει την ανάκτηση των πιστωτών, το δικαστήριο λαμβάνει κυρίως υπόψη του τις απόψεις των πιστωτών που συμμετέχουν στη διαδικασία, οι οποίες σταθμίζονται σε συνάρτηση με το ύψος των απαιτήσεων καθενός από αυτούς.

2. Επί πτώχευσης που κηρύσσεται κατόπιν αίτησης του οφειλέτη και εφόσον δεν ασκηθεί παρέμβαση, η απόφαση που κάνει δεκτή την αίτηση περιέχει συνοπτική μόνο αιτιολογία. Στην απόφαση προσδιορίζεται και η ημέρα παύσης των πληρωμών η οποία τεκμαίρεται ότι είναι η τριακοστή ημερολογιακή ημέρα που προηγείται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης ή, σε περίπτωση κήρυξης της πτώχευσης σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 77, η ημέρα υποβολής της αίτησης πτώχευσης. Σε περίπτωση όμως που πιθανολογείται από τα διαθέσιμα στοιχεία ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε αδυναμία εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων κατά τρόπο γενικό και μόνιμο σε προγενέστερη ημερομηνία, το δικαστήριο ορίζει την προγενέστερη αυτή ημερομηνία ως ημέρα παύσης πληρωμών, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν της διετίας από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή, σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, πέραν του έτους πριν το θάνατο.

3. Η απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή και δεν επιτρέπεται δικαστική αναστολή της με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου. Το δικαστήριο που δικάζει ανακοπή, έφεση ή αναίρεση κατά της απόφασης μπορεί να αναστείλει την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη από τον σύνδικο.

 

Άρθρο 82

Πτωχευτική ανακοπή

Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση υπόκεινται σε ανακοπή. Η ανακοπή απευθύνεται κατά του συνδίκου και ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση από τον οφειλέτη και οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης.

 

Άρθρο 83

Αίτηση ανάκλησης

1. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση μπορεί να ανακληθεί μετά από αίτηση του οφειλέτη από το δικαστήριο που κήρυξε την πτώχευση, εφόσον ικανοποιήθηκαν ή συναινούν οι πιστωτές που μετείχαν στη διαδικασία κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και εκείνοι που προκύπτουν από το φάκελο. Η ικανοποίηση και η συναίνεση των πιστωτών αποδεικνύεται μόνο εγγράφως, με βεβαιωμένη τη γνησιότητα της υπογραφής τους από δημόσια αρχή. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση μπορεί να ανακληθεί και με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή με πρόταση του εισηγητή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 758 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ο εισηγητής υποβάλλει έκθεση στο πτωχευτικό δικαστήριο.

2. Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μέχρι την περάτωση της πτώχευσης κατά το άρθρο 189. Η απόφαση για την ανάκληση, μετά από αίτηση του οφειλέτη κατά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1, έχει αναδρομική ισχύ και από τη δημοσίευση της η πτώχευση θεωρείται ότι δεν κηρύχθηκε ποτέ. Η ανάκληση κατά το τρίτο εδάφιο της παρ. 1

δεν έχει αναδρομική ισχύ, εκτός αν το ορίσει ειδικά το πτωχευτικό δικαστήριο.

3. Σε κάθε περίπτωση, από την ανάκληση δεν θίγονται οι πράξεις που έγκυρα ενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της πτωχευτικής απόφασης.

4. Η περί ανακλήσεως απόφαση δημοσιεύεται. Ανακοπή ερημοδικίας και τριτανακοπή ασκούνται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευσή της. Κατά τα λοιπά, ισχύουν τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 758 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

 

Άρθρο 84

Δημοσιεύσεις, καταχωρήσεις, Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας

1. Περιλήψεις των αιτήσεων πτώχευσης, των αποφάσεων που κηρύσσουν ή ανακαλούν την πτώχευση ή παύουν τις εργασίες της πτωχεύσεως καθώς και κάθε άλλη πρόσκληση ή πράξη που προβλέπεται στον παρόντα νόμο, δημοσιεύονται με την επιμέλεια του συνδίκου, του οφειλέτη ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον.

2. Όπου στον παρόντα νόμο προβλέπεται δημοσίευση, δημοσιοποίηση ή καταχώρηση, εκτός αν άλλως ρητά προβλέπεται στην οικεία διάταξη, εννοείται καταχώρηση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213.

Εφόσον προβλέπεται σχετικά, η καταχώρηση γίνεται και στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο. Όπου στον παρόντα νόμο γίνεται αναφορά σε προθεσμία που εξαρτάται από τη δημοσίευση, δημοσιοποίηση ή καταχώρηση εννοείται η ημερομηνία καταχώρησης στο Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας.

 

Άρθρο 85

Καταχωρήσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων

1. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση, με επιμέλεια του συνδίκου ή του ενυπόθηκου δανειστή, καταχωρείται ατελώς στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολόγιο, στο οποίο έχουν καταχωρηθεί εμπράγματα δικαιώματα του οφειλέτη επί ακινήτων.

2. Σε περίπτωση εκποίησης ή αποδέσμευσης των ακινήτων αυτών από τον σύνδικο ή τον ενυπόθηκο δανειστή, το υποθηκοφυλακείο ή κτηματολογικό γραφείο προβαίνει στη διαγραφή της καταχώρησης της παρ. 1, έπειτα από αίτηση του συνδίκου συνοδευόμενη από την εκποιητική δικαιοπραξία ή τη σύμφωνη γνώμη του ενυπόθηκου δανειστή.

3. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως και σε μητρώα πλοίων ή αεροσκαφών, επί των οποίων ο οφειλέτης έχει εμπράγματα δικαιώματα, καθώς και σε δημόσια βιβλία στα οποία καταχωρούνται κατά τον νόμο άλλα περιουσιακά στοιχεία.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

 

Άρθρο 86

Προληπτικά μέτρα

1. Μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο πρόεδρος του αρμόδιου κατά το άρθρο 78 δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Η αίτηση συζητείται κατόπιν κλήτευσης του οφειλέτη. Ο πρόεδρος μπορεί, ιδίως, να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από ή προς τον οφειλέτη, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών ή να ορίσει μεσεγγυούχο. Η απόφαση υποβάλλεται στη δημοσιότητα της παρ. 2 του άρθρου 84.

2. Η αναστολή της παρ. 1 δεν καταλαμβάνει ενέργειες εκτέλεσης ενέγγυων πιστωτών του οφειλέτη επί περιουσιακών στοιχείων επί των οποίων έχουν λάβει εμπράγματη εξασφάλιση, με μόνη εξαίρεση την περίπτωση που η αίτηση πτώχευσης περιλαμβάνει με τρόπο παραδεκτό αίτημα εκποίησης του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 79, και εφόσον τα περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων έχει παραχωρηθεί ασφάλεια αποτελούν μέρος λειτουργικού συνόλου.

3. Τα προληπτικά μέτρα της παρ. 1 δεν μπορούν να θίγουν τα δικαιώματα από συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2

του ν. 3301/2004 (Α΄ 263) ή από ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, ανεξάρτητα από το αν η ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού περιέχεται σε συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας ή σε συμφωνία της οποίας αποτελεί μέρος η συμφωνία παροχής ασφάλειας, καθώς και τα δικαιώματα του εκδοχέα απαίτησης που εκχωρήθηκε από τον οφειλέτη στον πιστωτή προς εξασφάλιση ή προς ικανοποίησή του από το προϊόν της είσπραξης. Επίσης, δεν θίγεται το δικαίωμα καταγγελίας και απόδοσης του μισθίου σε περίπτωση σύμβασης μίσθωσης, εφόσον ο οφειλέτης είναι υπερήμερος ως προς την καταβολή έξι (6) ή περισσότερων μηνιαίων μισθωμάτων.

4. Η παροχή των προληπτικών μέτρων της παρ. 1 συνεπάγεται την αυτοδίκαιη άρση κάθε υφιστάμενου μέτρου προστασίας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, ιδίως βάσει των διατάξεων του ν. 3869/2010 (Α΄ 130) και του ν. 4605/2019 (Α΄ 52), καθώς και την κατάργηση κάθε σχετικής εκκρεμούς διαδικασίας.

5. Τα διατασσόμενα μέτρα παύουν αυτοδικαίως με τη δημοσιοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης.

 

Άρθρο 87

Σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας

1. Αρμόδιος για τη σφράγιση είναι ο σύνδικος της πτώχευσης, ο οποίος υποχρεούται να εκτελέσει τη σφράγιση μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες.

2. Ο εισηγητής μπορεί να επιτρέψει να παραλειφθεί η σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας, αν κατά την κρίση του η απογραφή του άρθρου 141 είναι δυνατόν να περαιωθεί μέσα σε μία ημέρα.

3. Ο σύνδικος θέτει τις σφραγίδες στις θύρες και τα παράθυρα του καταστήματος του οφειλέτη και των λοιπών ακινήτων του, καθώς και επί των κινητών του που βρίσκονται εκτός κλειστού χώρου, ώστε να μην είναι δυνατή η είσοδος στα ακίνητα ή η αφαίρεση κινητών, χωρίς την καταστροφή των σφραγίδων.

4. Δεν μπορεί να σφραγιστεί η κατοικία του οφειλέτη και της οικογένειας του ή τα κινητά που σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 953 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας είναι ακατάσχετα. Επίσης, εξαιρούνται από τη σφράγιση και παραδίδονται αμέσως στον σύνδικο τα πράγματα που εξαιρέθηκαν από τη σφράγιση κατά το άρθρο 140, καθώς και τα εμπορικά βιβλία του οφειλέτη και τα βραχυπρόθεσμα αξιόγραφα ή αυτά που πρέπει να γίνουν αποδεκτά από τρίτο ή για τα οποία πρέπει να ληφθούν συντηρητικά μέτρα. Τα μεν εμπορικά βιβλία θεωρούνται από τον σύνδικο και βεβαιώνεται με συνοπτική έκθεση η κατάστασή τους, τα δε αξιόγραφα περιγράφονται ακριβώς στην έκθεση.

5. Ο σύνδικος θέτει προθεσμία έξι (6) μηνών στον οφειλέτη για την απόδοση της κατοχής της κατοικίας του.

6. Για τη σφράγιση συντάσσεται από τον σύνδικο έκθεση, στην οποία αναφέρεται η περιγραφή των χώρων όπου τέθηκαν οι σφραγίδες, τα σημαντικά έγγραφα και οι διαθήκες που ανευρέθηκαν, τα εξαιρεθέντα από τη σφράγιση πράγματα και καταχωρείται κάθε ισχυρισμός ή αντίρρηση των προσώπων που παρευρέθηκαν στη σφράγιση και κάθε τι που μπορεί να έχει σημασία για την πτώχευση και υπέπεσε στην αντίληψη του συνδίκου. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

7. Η σφράγιση δεν εμποδίζει την εκτέλεση δικαστικής απόφασης που διατάσσει για οποιονδήποτε λόγο την απόδοση του μισθίου στον εκμισθωτή. Μεσεγγυούχος των πραγμάτων που ευρίσκονται στο μίσθιο είναι ο εκμισθωτής, μέχρι να παραληφθούν αυτά από τον σύνδικο και εφαρμόζονται σχετικά οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 956 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΑΝΤΙΚΛΗΤΟΙ - ΕΞΟΔΑ - ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

 

Άρθρο 88

Αντίκλητοι και κοινοποιήσεις

1. Ο οφειλέτης που κηρύχθηκε σε πτώχευση οφείλει με δήλωσή του προς τον γραμματέα των πτωχεύσεων να ορίσει ως αντίκλητό του πρόσωπο που κατοικεί στην έδρα του πτωχευτικού δικαστηρίου.

2. Όπου προβλέπονται επιδόσεις, κοινοποιήσεις, γνωστοποιήσεις ή ειδοποιήσεις προς τον οφειλέτη, αυτές γίνονται μόνο προς τον αντίκλητο που έχει νομίμως διορισθεί και πάντοτε εγγράφως. Αν δεν έχει διορισθεί αντίκλητος, καθώς και στην περίπτωση μη ύπαρξης νόμιμης εκπροσώπησης νομικών προσώπων, η ειδοποίηση γίνεται με δημοσιοποίηση.

 

Άρθρο 89

Τα δικαστικά έξοδα

Στις πτωχευτικές δίκες τα έξοδα που επιδικάζονται σε βάρος του οφειλέτη ή του συνδίκου βαρύνουν την πτωχευτική περιουσία.

 

Άρθρο 90

Οι προθεσμίες

1. Οι κοινοποιήσεις, επιδόσεις και ειδοποιήσεις, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, γίνονται τρεις (3) ημέρες πριν την εκάστοτε ενέργεια.

2. Στις προθεσμίες που κατά τον παρόντα νόμο ορίζονται σε ημέρες δεν υπολογίζονται οι ημέρες αργίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και τα Σάββατα. Η παρούσα δεν ισχύει για τις προθεσμίες των ενδίκων μέσων και ενδίκων βοηθημάτων.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΦΕΙΛΕΤΗ

 

Άρθρο 91

Στερήσεις που αφορούν τον οφειλέτη

Ο οφειλέτης-φυσικό πρόσωπο από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται μόνο εκείνων των δικαιωμάτων του προσωπικής φύσεως, που προβλέπουν ειδικές διατάξεις νόμων. Η πτώχευση δεν είναι λόγος στέρησης άδειας άσκησης επαγγέλματος.

 

Άρθρο 92

Πτωχευτική περιουσία

1. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται.

2. Σε περίπτωση οφειλέτη φυσικού προσώπου, με την επιφύλαξη των παρ. 3 και 5, από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι την απαλλαγή του οφειλέτη, στην πτωχευτική περιουσία ανήκει το μέρος του ετησίου εισοδήματός του, αφαιρουμένων των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που υπερβαίνει το ποσό των ετήσιων ευλόγων δαπανών διαβίωσης ή του δωδεκαπλάσιου του ακατάσχετου σύμφωνα με την παρ. 5, όποιο είναι υψηλότερο εκ των δύο. Οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσδιορίζονται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 73 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94). Εντός τριάντα (30) ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας αναγγελίας των απαιτήσεων κατά το άρθρο 153, ο σύνδικος υποβάλλει στον εισηγητή, με κοινοποίηση στον οφειλέτη, σχέδιο περιοδικών πληρωμών για την εφαρμογή της παρούσας. Εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση, ο οφειλέτης μπορεί να εκθέσει τις απόψεις του επί του σχεδίου περιοδικών πληρωμών, καταθέτοντας σημείωμα. Ο εισηγητής, με αιτιολογημένη διάταξή του, αποφασίζει περί της αποδοχής ή μη, εν όλω ή εν μέρει, του σχεδίου περιοδικών πληρωμών. Εγκεκριμένο σχέδιο πληρωμών εφαρμόζεται αναδρομικά από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης.

3. Τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη εξαιρούνται της πτωχευτικής περιουσίας ανεξαρτήτως ύψους, όταν, έπειτα από αίτησή του, το πτωχευτικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την κύρια κατοικία του οφειλέτη ή/και άλλα πάγια περιουσιακά του στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το δέκα τοις εκατό (10%) των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, εξαιρουμένων όσων έχουν αποκτηθεί στην διάρκεια των δώδεκα (12) μηνών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 192, ενώ προσφυγή πιστωτή κατά της απαλλαγής μπορεί να ασκηθεί και με παρέμβαση στην δίκη της παρούσας. Κατ’ απόκλιση του πρώτου εδαφίου, σε περίπτωση που τα ετήσια εισοδήματά του οφειλέτη υπερβαίνουν το πενταπλάσιο των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, το υπερβάλλον ποσό ανήκει στην πτωχευτική περιουσία.

4. Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του εισοδήματος του οφειλέτη, με αίτησή δική του ή του συνδίκου, ο εισηγητής με διάταξή του δύναται να μεταβάλει τους όρους του σχεδίου περιοδικών πληρωμών για να ληφθούν υπόψη οι ουσιώδεις μεταβολές του εισοδήματος. Τεκμαίρεται ουσιώδης η μεταβολή που υπερβαίνει το ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) του εισοδήματος.

5. Δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία τα κατά το κοινό δικονομικό δίκαιο ή άλλες διατάξεις ακατάσχετα ή εξαιρούμενα με ειδικές διατάξεις νόμων περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματα του οφειλέτη.

6. Στην πτωχευτική περιουσία ανήκουν τα λογιστικά αρχεία και τα λογιστικά στοιχεία του οφειλέτη, όπως ορίζονται στο Παράρτημα Α΄ του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), τα οποία αφορούν την επιχείρηση του. Η υποχρέωση διατήρησης τους, σύμφωνα με τον νόμο, δεν θίγεται.

7. Εάν μεταξύ των συζύγων ισχύει το σύστημα κοινοκτημοσύνης, η κοινή περιουσία καταλαμβάνεται από την πτωχευτική απαλλοτρίωση σύμφωνα με το άρθρο 93 ως χωριστή περιουσία και από αυτήν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 1408 - 1409 του Αστικού Κώδικα, υπό τις προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών.

8. Με την επιφύλαξη της παρ. 2, στην πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνεται η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, καθώς και παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώματα και αν ακόμη γεννώνται ή αναπτύσσονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, εφόσον προέρχονται από έννομη σχέση που υπήρχε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ακόμα και σε περίπτωση που έχουν κατασχεθεί.

 

Άρθρο 93

Πτωχευτική απαλλοτρίωση

1. Από την κήρυξη της πτώχευσης επέρχεται πτωχευτική απαλλοτρίωση, ήτοι ο οφειλέτης στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του, την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου, είναι ανενεργείς και απαγορεύεται να καταχωρηθούν σε δημόσια βιβλία οποιασδήποτε φύσεως, χωρίς τη γραπτή έγκριση του συνδίκου. Η πτώχευση θεωρείται ότι έχει κηρυχθεί από την έναρξη της ημέρας κατά την οποία δημοσιοποιείται η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση στο ακροατήριο.

2. Η πτωχευτική απαλλοτρίωση αίρεται σε όσες περιπτώσεις προβλέπει ο παρών νόμος.

3. Ο οφειλέτης δεν νομιμοποιείται μετά την κήρυξη της πτώχευσης σε δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία. Μόνο σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου νομιμοποιείται, κατ` εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει προσθέτως στις δίκες που διεξάγει ο σύνδικος.

 

Άρθρο 94

Ανάθεση στον οφειλέτη

1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του οφειλέτη, και εφόσον συναινεί η συνέλευση των πιστωτών, μπορεί να αποφασίσει την ανάθεση στον ίδιο της διοίκησης και ιδίως της διαχείρισης και της διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας, με ή χωρίς περιοριστικούς όρους, πάντοτε με τη σύμπραξη του συνδίκου. Η σύμπραξη του συνδίκου μπορεί να συνίσταται σε γενικές άδειες διενέργειας πράξεων ή κατηγοριών πράξεων.

2. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση του συνδίκου, να αφαιρέσει από τον οφειλέτη τη διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, αν τούτο επιβάλλει το συμφέρον των πιστωτών. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα διοίκησης περιέρχεται μόνον στον σύνδικο.

3. Οι αποφάσεις για ανάθεση ή αφαίρεση, κατά τις παρ. 1 και 2, του δικαιώματος διοίκησης είναι αμέσως εκτελεστές και δημοσιεύονται.

 

Άρθρο 95

Υποχρέωση ενημέρωσης και συνεργασίας

1. Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να ενημερώνει τον σύνδικο και να συνεργάζεται μαζί του για οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με την πτώχευση. Η ίδια υποχρέωση βαρύνει και τους κατά την προηγούμενη της κήρυξης της πτώχευσης διετία πληρεξούσιους του οφειλέτη, πλην των δικηγόρων του, εκτός αν υπάρχει συναίνεση του οφειλέτη.

2. Εφόσον ο οφειλέτης ασκεί δραστηριότητα για την οποία τηρεί λογιστικά αρχεία και λογιστικά στοιχεία, υποχρεωτικά και μη, υποχρεούται να τα θέσει στη διάθεση του συνδίκου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΩΤΕΣ

 

Άρθρο 96

Πτωχευτικός πιστωτής - ομαδικός πιστωτής

1. Πτωχευτικός πιστωτής είναι εκείνος που κατά την κήρυξη της πτώχευσης έχει κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχική απαίτηση. Eιδικότερα:

α) ανέγγυος πιστωτής είναι εκείνος η απαίτηση του οποίου δεν διασφαλίζεται με προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια,

β) γενικός προνομιούχος πιστωτής είναι εκείνος η απαίτηση του οποίου ικανοποιείται προνομιακά από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας,

γ) ενέγγυος πιστωτής είναι εκείνος η απαίτηση του οποίου εξασφαλίζεται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια επί συγκεκριμένου αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας και

δ) πιστωτής τελευταίας σειράς είναι εκείνος η απαίτηση του οποίου ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία μετά από την ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών.

2. Πτωχευτικά χρέη προς το Δημόσιο είναι οι απαιτήσεις του Δημοσίου κατά του οφειλέτη, οι οποίες γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους.

3. Ο πτωχευτικός πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεων του μόνο μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός εάν στον παρόντα νόμο ορίζεται διαφορετικά.

4. Ομαδικός πιστωτής είναι ο πιστωτής του οποίου η απαίτηση γεννήθηκε ή ανάγεται σε χρόνο μετά την πτώχευση και προέρχεται από την δραστηριότητα του συνδίκου ή, στην περίπτωση του άρθρου 94, του οφειλέτη ή συνδέεται με τα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. Οι απαιτήσεις των ομαδικών πιστωτών αποτελούν ομαδικά πιστώματα και ικανοποιούνται από την πτωχευτική και από τη μεταπτωχευτική περιουσία.

 

Άρθρο 97

Απαιτήσεις υπό αίρεση

1. Απαιτήσεις υπό διαλυτική αίρεση, για όσο χρόνο η αίρεση δεν πληρούται, θεωρούνται ως μη τελούσες υπό αίρεση. Σε περίπτωση πλήρωσης της αίρεσης κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ο πιστωτής υποχρεούται να επιστρέψει τα τυχόν καταβληθέντα σε αυτόν.

2. Απαιτήσεις υπό αναβλητική αίρεση κατατάσσονται στον κατά το άρθρο 167 πίνακα διανομής τυχαία, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 978 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

 

Άρθρο 98

Μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις

1. Οι κατά την κήρυξη της πτώχευσης μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά του οφειλέτη, πλην εκείνων των ενέγγυων πιστωτών, θεωρούνται ότι έληξαν.

2. Οι μη ληξιπρόθεσμες άτοκες απαιτήσεις μειώνονται κατά το ποσό του νόμιμου τόκου που αντιστοιχεί στο διάστημα από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι την πραγματική λήξη τους ως προς αυτόν.

3. Οι απαιτήσεις των ενέγγυων πιστωτών καθίστανται απαιτητές κατά την πραγματική λήξη τους.

 

Άρθρο 99

Παύση τοκογονίας

Από την κήρυξη της πτώχευσης οι απαιτήσεις των πιστωτών παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Η παύση της τοκογονίας δεν ισχύει για τους συνοφειλέτες και τους εγγυητές.

 

Άρθρο 100

Αναστολή των ατομικών καταδιώξεων

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 101, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πτωχευτικών πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και των μέτρων διασφάλισης της οφειλής κατά το άρθρο 46 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170).

2. Σε περίπτωση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, η πτώχευση δεν επηρεάζει τα δικαιώματα του κατάσχοντος επί μελλοντικών απαιτήσεων του οφειλέτη που εκχωρήθηκαν αναγκαστικά με την κατάσχεση, αλλά δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.

3. Διασφαλιστικά μέτρα των παρ. 5 και 6 του άρθρου 46 του ν. 4174/2013 που λήφθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης ή λαμβάνονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται κατά το μέρος που αφορούν τον οφειλέτη μέχρι ανακλήσεως της απόφασης πτώχευσης ή περάτωσης της πτώχευσης ή παύσης των εργασιών της. Για την ως άνω διάρκεια αναστέλλεται η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού ή διοικητικού μέτρου κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης περιουσιακού του στοιχείου με διάταξη ανακριτή, της συντηρητικής κατάσχεσης και της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, συναινετικής ή κατ’ αντιδικία, εκτός εάν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης, τεχνολογικού ή εν γένει εξοπλισμού της που ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη.

4. Πράξεις κατά παράβαση των αναστολών των παρ. 1 ως 3 είναι απολύτως άκυρες. Οι αναστολές των παρ. 1 έως 3 δεν καταλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των ομαδικών πιστωτών.

 

Άρθρο 101

Ρυθμίσεις για τους ενέγγυους πιστωτές

1. Πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις εξασφαλίζονται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια επί αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας, ικανοποιούνται από τη ρευστοποίησή του σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές διατάξεις, εκτός εάν ο παρών νόμος προβλέπει διαφορετικά.

2. Οι ενέγγυοι πιστωτές ικανοποιούνται από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας, μόνο σε περίπτωση που το προνόμιο ή η ασφάλεια δεν επαρκεί για την πλήρη ικανοποίηση τους.

3. Η αναστολή των ατομικών διώξεων του άρθρου 100 δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές σχετικά με τα ανωτέρω υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας για διάστημα εννέα (9) μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης, με την παρέλευση των οποίων η αναστολή επεκτείνεται και στις ατομικές διώξεις των ενέγγυων πιστωτών. Κατ’ εξαίρεση, αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των ενέγγυων πιστωτών στην περίπτωση που στην απόφαση του άρθρου 81 προβλέπεται η εκποίηση του ενεργητικού της επιχείρησης ως λειτουργικού συνόλου ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής και το περιουσιακό στοιχείο επί του οποίου έχει παραχωρηθεί ασφάλεια αποτελεί μέρος του υπό εκποίηση περιουσιακού συνόλου. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον η διαδικασία εκποίησης του ενεργητικού της επιχείρησης ως λειτουργικού συνόλου ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής περατωθεί για τους λόγους που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 159 ή στην παρ. 1 του άρθρου 161, οι ενέγγυοι πιστωτές ανακτούν τις ατομικές τους διώξεις για διάστημα εννέα (9) μηνών από την κατά τα ως άνω περάτωση της διαδικασίας, με την παρέλευση των οποίων η αναστολή διώξεων επεκτείνεται και στις ατομικές διώξεις αυτών. Σε περίπτωση κατάσχεσης από ενέγγυο πιστωτή, η άρση της αναστολής, σύμφωνα με την παρ. 3, ισχύει μέχρι την πώληση του υπέγγυου στοιχείου μέσω πλειστηριασμού ή μέχρι την ανατροπή της κατάσχεσης.

4. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν θίγουν τις ειδικές ρυθμίσεις για αναγκαστική εκτέλεση των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, καθώς και το δικαίωμα είσπραξης απαιτήσεων του οφειλέτη κατά τρίτων που έχουν ενεχυριαστεί ή εκχωρηθεί νόμιμα προ της κηρύξεως της πτωχεύσεως.

 

Άρθρο 102

Οφειλέτες εις ολόκληρον

1. Επί οφειλής εις ολόκληρον ο πιστωτής έχει δικαίωμα, εάν κηρυχθεί σε πτώχευση τουλάχιστον ένας από τους συνοφειλέτες, να απαιτήσει από κάθε συνοφειλέτη και εγγυητή την πλήρη ικανοποίηση της απαίτησής του, εάν κατέστη απαιτητή κατά την πραγματική λήξη της. Σε περίπτωση υπερκάλυψης της απαίτησής του, αποδίδει το επιπλέον σε εκείνον τον συνοφειλέτη ή εγγυητή, κατά περίπτωση, που θα είχε δικαίωμα αναγωγής κατά των άλλων.

2. Συνοφειλέτης και εγγυητής και μετά την πτώχευση συνεχίζουν να ευθύνονται έναντι του πιστωτή, ανεξαρτήτως τυχόν απαλλαγής του πρωτοφειλέτη σύμφωνα με το Όγδοο Μέρος του παρόντος βιβλίου.

3. Συνοφειλέτης εις ολόκληρον και εγγυητής συμμετέχουν στην πτώχευση συνοφειλέτη ή πρωτοφειλέτη αντίστοιχα, με βάση απαίτηση που θα αποκτούσαν στο μέλλον υπό την αίρεση ικανοποίησης του πιστωτή από αυτούς.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

 

Άρθρο 103

Λύση συμβάσεων και εξαιρέσεις

1. Η κήρυξη της πτώχευσης προκαλεί την αυτόματη και αζήμια λύση όλων των εκκρεμών και διαρκών συμβάσεων του οφειλέτη την εξηκοστή ημέρα από την κήρυξη της πτώχευσης, εκτός αν ο σύνδικος δηλώσει εγγράφως προς τον αντισυμβαλλόμενο του οφειλέτη πριν την παρέλευση της προθεσμίας ότι επιθυμεί την άμεση λύση τους ή τη συνέχισή τους εφόσον εξυπηρετούν την ομαλή εξέλιξη των εργασιών της πτώχευσης ή τη βελτίωση της αξίας ρευστοποίησης στοιχείων του ενεργητικού.

2. Ως προς τις συμβάσεις εργασίας, εντός της προθεσμίας αυτοδίκαιης λύσης των συμβάσεων της παρ. 1, ο σύνδικος μπορεί να αιτηθεί τη συνέχιση μέσω κατάρτισης νέων συμβάσεων με τους εργαζομένους με τους ίδιους όρους συμβάσεων που ίσχυαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Η κατάρτιση νέων συμβάσεων εγκρίνεται από τον εισηγητή και τη συνέλευση πιστωτών. Ως προς τις συμβάσεις εργασίας η λύση της σύμβασης της παρ. 1 ισοδυναμεί με καταγγελία ως προς την υποχρέωση παροχής αποζημίωσης προς τον εργαζόμενο και εφαρμόζεται συμπληρωματικά προς το παρόν άρθρο το άρθρο 109.

3. Κατ΄ εξαίρεση, εάν η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση προβλέπει την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής, έχουν εφαρμογή, αντί για τις

παρ. 1 και 2, οι διατάξεις των άρθρων 104 έως και 108.

 

Άρθρο 104

Δικαίωμα επιλογής

1. Σε περίπτωση που κατά την παρ. 1 του άρθρου 103 ο σύνδικος επιλέξει τη συνέχιση εκκρεμών συμβάσεων, αυτός έχει το δικαίωμα να εκπληρώσει τις συμβάσεις αυτές, υποκαθιστώντας την ομάδα των πιστωτών στη θέση του οφειλέτη, και να απαιτήσει την εκπλήρωση από τον αντισυμβαλλόμενο. Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος καθίσταται ομαδικός πιστωτής.

2. Εντός τριάντα (30) ημερών από την κήρυξη της πτώχευσης, ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να τάξει στον σύνδικο εύλογη προθεσμία προς άσκηση του δικαιώματος επιλογής. Εάν ο σύνδικος δεν απαντήσει εντός της εύλογης προθεσμίας που έταξε ο αντισυμβαλλόμενος ή εάν αρνηθεί την εκπλήρωση, ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και να απαιτήσει αποζημίωση λόγω μη εκπλήρωσης, ικανοποιούμενος ως πτωχευτικός πιστωτής.

 

Άρθρο 105

Συμβάσεις που συνάπτονται από τον σύνδικο

Ο σύνδικος συνάπτει συμβάσεις αποκλειστικά ως προς τις τρέχουσες εργασίες της πτώχευσης. Οι συμβάσεις που καταρτίζει ο σύνδικος δημοσιεύονται αμελλητί. Με απόφασή της που λαμβάνεται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από τη δημοσιοποίηση, η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση. Απαιτήσεις από συμβάσεις που συνάπτονται από τον σύνδικο ικανοποιούνται ως ομαδικές, εφόσον παρέλθει η ανωτέρω προθεσμία και η σύμβαση δεν καταγγελθεί.

 

Άρθρο 106

Συμβάσεις που λύονται ή διατηρούνται

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 103, συμβάσεις διαρκούς χαρακτήρα διατηρούν την ισχύ τους, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο νόμο. Εξαιρούνται οι χρηματοοικονομικές συμβάσεις οι οποίες μπορούν να πάψουν να ισχύουν ή να τροποποιηθούν ως συνέπεια της πτώχευσης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτές.

2. Η κήρυξη της πτώχευσης αποτελεί λόγο λύσης των συμβάσεων προσωπικού χαρακτήρα, στις οποίες ο οφειλέτης είναι συμβαλλόμενο μέρος, καθώς και εκείνων η λύση των οποίων επέρχεται ή μπορεί να επέλθει από ειδική διάταξη νόμου.

 

Άρθρο 107

Δικαίωμα καταγγελίας

Με την επιφύλαξη της παρ. 5 του άρθρου 171, τα οριζόμενα στο άρθρο 106 δεν θίγουν το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης που προβλέπει ο νόμος ή η σύμβαση.

 

Άρθρο 108

Μεταβίβαση της συμβατικής σχέσης

1. Ο σύνδικος δικαιούται να μεταβιβάσει σε τρίτο τη συμβατική σχέση, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι ο οφειλέτης. Από το τίμημα εξοφλούνται τα πτωχευτικά πιστώματα. Η σύμβαση μεταβιβάζεται ως σύνολο και ο αποκτών υπεισέρχεται στη θέση του οφειλέτη, ως οιονεί καθολικός διάδοχος, με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, πλην των πτωχευτικών πιστωμάτων που βαρύνουν μόνον την πτωχευτική περιουσία. Η μεταβίβαση επιτρέπεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη συμβατικών όρων που την αποκλείουν ή την περιορίζουν, αν συναινεί ο αντισυμβαλλόμενος του οφειλέτη.

2. Σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν συναινεί στη μεταβίβαση της παρ. 1, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του συνδίκου, μπορεί να εγκρίνει τη μεταβίβαση υπό τους όρους:

α) ότι ο σύνδικος επέλεξε τη συνέχιση της σύμβασης,

β) ότι ο τρίτος έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει τις απορρέουσες από αυτήν υποχρεώσεις του οφειλέτη και

γ) ότι ο αντισυμβαλλόμενος δεν βλάπτεται από τη μεταβίβαση.

3. Με την έκδοση της απόφασης που εγκρίνει τη μεταβίβαση, ο τρίτος θεωρείται υποκατασταθείς στα εκ της συμβάσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις του οφειλέτη.

 

Άρθρο 109

Συμβάσεις εργασίας

1. Σε κάθε περίπτωση πτώχευσης, για το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δεν απαιτείται η καταβολή αποζημίωσης.

2. Οι απαιτήσεις των μισθωτών από μισθούς και λοιπές παροχές που γεννήθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς και κάθε συναρτώμενη με την καταγγελία απαίτησή τους, όπως ιδίως αποζημίωση εκ του νόμου, αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις, για τις οποίες οι μισθωτοί ικανοποιούνται ως πτωχευτικοί πιστωτές κατά τις ειδικότερες περί κατατάξεως των πιστωτών διατάξεις του παρόντος.

3. Μισθωτός που πραγματικά συνεχίζει να παρέχει την εργασία του μετά την κήρυξη της πτώχευσης, για τους μισθούς και τις συναφείς παροχές, ικανοποιείται ως ομαδικός πιστωτής.

 

Άρθρο 110

Επιφύλαξη κυριότητας

1. Εάν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε πωλήσει κινητό πράγμα με επιφύλαξη κυριότητας μέχρις αποπληρωμής του τιμήματος και το είχε παραδώσει στον αγοραστή, η κήρυξη της πτώχευσης δεν αποτελεί λόγο λύσεως της σύμβασης ή υπαναχώρησης από αυτήν, ούτε εμποδίζει τον αγοραστή να αποκτήσει την κυριότητα του πωληθέντος, κατά τα συμφωνηθέντα.

2. Εάν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε αγοράσει κινητό πράγμα με επιφύλαξη κυριότητας του πωλητή και είχε παραλάβει το πράγμα, η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει τα δικαιώματα του πωλητή που απορρέουν από την επιφύλαξη κυριότητας. Ο πωλητής δικαιούται να τάξει προθεσμία στον σύνδικο, προκειμένου να ασκήσει το κατά το άρθρο 104 δικαίωμα επιλογής. Εάν ο σύνδικος αρνηθεί την εκπλήρωση, ο πωλητής έχει δικαίωμα αποχωρισμού του πράγματος από την πτωχευτική περιουσία, χωρίς ανάγκη προηγούμενης υπαναχώρησης.

 

Άρθρο 111

Συμψηφισμός

1. Η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει το δικαίωμα του πιστωτή να προτείνει συμψηφισμό ανταπαίτησής του προς την αντίστοιχη απαίτηση του οφειλέτη, εφόσον οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού συνέτρεξαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Οι απαγορεύσεις συμψηφισμού, όπου ισχύουν, εφαρμόζονται και στην πτώχευση.

2. Ο συμψηφισμός απαιτήσεων που προκύπτουν από συναλλαγές σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, ρυθμίζεται όπως προβλέπει η κείμενη νομοθεσία.

3. Ο συμψηφισμός απαιτήσεων που προκύπτουν από εντολές μεταβίβασης επί συστημάτων διακανονισμού πληρωμών και διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και με βάση ρήτρες εκκαθαριστικού συμψηφισμού, στο πλαίσιο συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, γίνεται κατά τις ειδικές περί αυτών ρυθμίσεις.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ

 

Άρθρο 112

Δικαίωμα αποχωρισμού

1. Όποιος επικαλείται εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα σε αντικείμενο που δεν ανήκει στον οφειλέτη ή ο εκδοχέας στην περίπτωση όπου η απαίτηση από το τίμημα κινητών έχει εκχωρηθεί πριν την πτώχευση, δικαιούται να ζητήσει τον αποχωρισμό του από την πτωχευτική περιουσία και την παράδοση του σε αυτόν, με αίτησή του προς το σύνδικο. Η απόδοση από τον σύνδικο γίνεται μόνο μετά από άδεια του εισηγητή. Αν η αίτηση δεν γίνει δεκτή, η αξίωση προς αποχωρισμό ασκείται κατά του συνδίκου με βάση τις γενικές διατάξεις που ισχύουν ανάλογα με τη φύση του αντικειμένου του οποίου ζητείται ο αποχωρισμός.

2. Εάν το αντικείμενο, του οποίου μπορούσε να ζητηθεί ο αποχωρισμός, κατά την παρ. 1, έχει εκποιηθεί από τον οφειλέτη σε τρίτο, χωρίς δικαίωμα, πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ή μετά την κήρυξη της από τον σύνδικο, ο δικαιούχος σε αποχωρισμό μπορεί να απαιτήσει την εκχώρηση της απαίτησης κατά του τρίτου στην αντιπαροχή, εάν αυτή ακόμα οφείλεται ή τον αποχωρισμό της αντιπαροχής από την πτωχευτική περιουσία, εάν αυτή διατηρεί την ταυτότητά της.

3. Εάν ο αποχωρισμός κατά τις παρ. 1 και 2 είναι αδύνατος, ο δικαιούχος συμμετέχει στην πτωχευτική διαδικασία ως πτωχευτικός πιστωτής με βάση την αξία του αντικειμένου.

4. Επί καταπιστευτικής μεταβίβασης κυριότητας κινητού με διατήρηση της νομής από τον οφειλέτη, ο πιστωτής, ως κύριος του πράγματος, δικαιούται σε αποχωρισμό του.

 

Άρθρο 113

Πτωχευτική διεκδίκηση

1. Δικαίωμα διεκδίκησης έχει εκείνος που πριν την κήρυξη της πτώχευσης παρέδωσε εμπορεύματα στον οφειλέτη λόγω παρακαταθήκης προς πώληση ή για να πωληθούν για λογαριασμό του, εφόσον αυτά, κατά την κήρυξη της πτώχευσης, βρίσκονται στην πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη αναλλοίωτα εν όλω ή εν μέρει.

2. Εάν τα εμπορεύματα της παρ. 1 έχουν πωληθεί και το τίμημα οφείλεται κατά την κήρυξη της πτώχευσης, ο παραγγελέας - παρακαταθέτης διεκδικεί ευθέως αυτό στα χέρια του αγοραστή.

3. Ο δικαιούχος διεκδικεί αξιόγραφα, τα οποία πριν την κήρυξη της πτώχευσης είχε αποστείλει στον οφειλέτη για να εισπραχθούν ή να διατεθούν για καθορισμένες πληρωμές, εφόσον αυτά κατά την κήρυξη της πτώχευσης βρίσκονται στα χέρια του οφειλέτη αυτούσια.

 

Άρθρο 114

Διεκδίκηση πωλητή

1. Δικαίωμα διεκδίκησης έχει εκείνος που πριν την κήρυξη της πτώχευσης είχε πωλήσει εμπορεύματα στον οφειλέτη, τα οποία κατά την κήρυξη της πτώχευσης δεν έχουν ακόμα περιέλθει στην κατοχή του οφειλέτη ή τρίτου που ενεργεί για λογαριασμό του και εφόσον το τίμημα οφείλεται εν όλω ή εν μέρει.

2. Στην περίπτωση της παρ. 1, αν ο πωλητής κατέχει το πράγμα, έχει δικαίωμα επίσχεσης αυτού.

 

Άρθρο 115

Άσκηση της διεκδίκησης

1. Επί της αίτησης διεκδίκησης ο σύνδικος υποβάλλει σχετική πρόταση και αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξή του ο εισηγητής.

2. Στις περιπτώσεις του άρθρου 114 ο σύνδικος δικαιούται να ασκήσει το κατά το άρθρο 104 δικαίωμα επιλογής.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ

 

Άρθρο 116

Κανόνας

Πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός του χρονικού διαστήματος από την παύση των πληρωμών μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης, ήτοι στην ύποπτη περίοδο, ή, στην περίπτωση του άρθρου 117, εντός του προηγουμένου από την ύποπτη περίοδο εξαμήνου και μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών ανακαλούνται ή μπορούν να ανακληθούν από τον σύνδικο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου.

 

Άρθρο 117

Πράξεις υποχρεωτικής ανάκλησης

Λογίζονται ότι είναι επιζήμιες και ανακαλούνται οι ακόλουθες πράξεις:

α) Δωρεές και χαριστικές γενικά δικαιοπραξίες, καθώς και αυτές στις οποίες η αντιπαροχή που έλαβε ο οφειλέτης ήταν δυσανάλογα μικρή σε σχέση με τη δική του παροχή. Εξαιρούνται οι συνήθεις δωρεές που γίνονται για λόγους κοινωνικής ευπρέπειας ή από λόγους ηθικού καθήκοντος, καθώς και πράξεις από ελευθεριότητα που διενεργήθηκαν από τον οφειλέτη σε εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης και παροχές προς οικονομική ή επαγγελματική αποκατάσταση των τέκνων του, εφόσον οι παροχές είναι ανάλογες προς την περιουσιακή του κατάσταση και δεν επέφεραν ουσιώδη ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη.

β) Πληρωμές μη ληξιπρόθεσμων χρεών.

γ) Πληρωμές ληξιπρόθεσμων χρεών με άλλο τρόπο και όχι με μετρητά ή με τη συμφωνηθείσα παροχή, εκτός από οικειοθελείς παραχωρήσεις ακινήτων προς πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα σε εξόφληση ή απομείωση ληξιπρόθεσμων οφειλών του οφειλέτη.

δ) Με την επιφύλαξη του νομοθετικού διατάγματος της 17ης.7/13ης.8.1923, σύσταση εμπράγματης ασφάλειας, συμπεριλαμβανόμενης και της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης ή παροχή άλλων ασφαλειών ενοχικής φύσεως για προϋπάρχουσες υποχρεώσεις, για την εξασφάλιση των οποίων ο οφειλέτης δεν είχε αναλάβει αντίστοιχη υποχρέωση ή για την εξασφάλιση νέων υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν από τον οφειλέτη σε αντικατάσταση εκείνων που προϋπήρχαν.

 

Άρθρο 118

Πράξεις δυνητικής ανάκλησης

1. Κάθε αμφοτεροβαρής πράξη του οφειλέτη ή πληρωμή από αυτόν ληξιπρόθεσμων χρεών του που έγινε μετά την παύση των πληρωμών και πριν την κήρυξη της πτώχευσης, μπορεί να ανακληθεί, εάν ο αντισυμβαλλόμενος κατά τη διενέργεια της πράξης γνώριζε ή μπορούσε να εκτιμήσει ότι η πράξη ήταν επιζήμια για την ομάδα των πιστωτών.

2. Τεκμαίρεται η γνώση του αντισυμβαλλομένου, εάν κατά τη διενέργεια της πράξης ήταν σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής εξ αίματος μέχρι και τρίτου βαθμού ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού ή πρόσωπο με το οποίο ο οφειλέτης συζούσε το τελευταίο έτος πριν τη διενέργεια της πράξης. Επί αντισυμβαλλόμενου νομικού προσώπου το τεκμήριο της γνώσης αφορά τα ως άνω πρόσωπα, εφόσον κατά τη διενέργεια της πράξης είχαν την ιδιότητα του ιδρυτή ή διοικητή ή διευθυντή ή διαχειριστή του, ή ήταν πιστωτές ή αντισυμβαλλόμενοι οι οποίοι διενέργησαν εμπορικές πράξεις και λοιπές συναλλαγές με οικονομικούς και άλλους όρους που βρίσκονταν σε προφανή και ουσιώδη απόκλιση από τους τρέχοντες όρους συναλλαγών κατά τη στιγμή διενέργειάς τους. Το τεκμήριο δεν ισχύει, εάν η ανακλητική αγωγή εγερθεί μετά την παρέλευση έτους από την κήρυξη της πτώχευσης. Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, η γνώση του αντισυμβαλλομένου τεκμαίρεται για τα πρόσωπα που συνδέονται με τον οφειλέτη σύμφωνα με τον ορισμό του Παραρτήματος Α του ν. 4308/2014 (Α΄ 251).

 

Άρθρο 119

Δόλια βλάβη των πιστωτών

1. Πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν την τελευταία πενταετία πριν την κήρυξη της πτώχευσης, με δόλο αυτού να ζημιώσει τους πιστωτές του ή να ωφελήσει ορισμένους σε βάρος άλλων, ανακαλούνται, εάν ο τρίτος με τον οποίο συμβλήθηκε, κατά τον χρόνο της διενέργειας της πράξης γνώριζε το δόλο του οφειλέτη.

2. Η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει το δικαίωμα των πιστωτών να ασκήσουν παυλιανή αγωγή κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα. Ο σύνδικος υποχρεούται να παρέχει σε κάθε πιστωτή που υποβάλλει σχετικό αίτημα στοιχεία για όλες τις συναλλαγές απαλλοτρίωσης περιουσιακών στοιχείων, στις οποίες προέβη ο οφειλέτης κατά την τελευταία πενταετία πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.

 

Άρθρο 120

Εξαιρούμενες πράξεις

Δεν αποτελούν καταδολιευτικές πράξεις και δεν ανακαλούνται:

α) Συνηθισμένες πράξεις της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής ή άλλης οικονομικής δραστηριότητας του οφειλέτη που διενεργήθηκαν κάτω από κανονικές συνθήκες και μέσα στα όρια των συνήθων συναλλαγών του, συμπεριλαμβανομένων δεδουλευμένων αποδοχών εργαζομένων.

β) Πράξεις του οφειλέτη που ρητά ο νόμος εξαιρεί από την εφαρμογή των ρυθμίσεων περί ανάκλησης, ακυρότητας ή ακυρωσίας πράξεων που έγιναν την τελευταία διετία πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.

γ) Παροχή του οφειλέτη, για την οποία ο αντισυμβαλλόμενος κατέβαλε άμεσα ισοδύναμη αντιπαροχή σε μετρητά.

δ) Συναλλαγές που ήταν εύλογες και άμεσα αναγκαίες για τη διαπραγμάτευση συμφωνίας εξυγίανσης, στις οποίες περιλαμβάνονται:

δα) η καταβολή αμοιβών και δαπανών για τη διαπραγμάτευση, έγκριση ή επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης και

δβ) η καταβολή αμοιβών και δαπανών για τη λήψη επαγγελματικής συμβουλής σε στενή σχέση με την συμφωνία εξυγίανσης.

ε) Πράξεις που έλαβαν χώρα με τη συμφωνία ή σε εκτέλεση συμφωνίας εξωδικαστικού συμβιβασμού ή συμφωνίας εξυγίανσης σύμφωνα με τα Κεφάλαια Α΄ και Β΄ του Μέρους Β΄ του Βιβλίου Πρώτου.

 

Άρθρο 121

Ειδικές ρυθμίσεις επί χρηματοοικονομικών συναλλαγών

1. Το κύρος ή το ανακλητό εκκαθάρισης που συντελέστηκε ή της παροχής εξασφάλισης στο πλαίσιο των συναλλαγών σε χρηματιστηριακή αγορά παραγώγων, ρυθμίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν στη σχετική χρηματιστηριακή αγορά.

2. Το κύρος ή το ανακλητό των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με βάση τέτοιες συμφωνίες ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ν. 3301/2004 (Α΄ 263).

3. Το κύρος ή το ανακλητό του συμψηφισμού, των πληρωμών ή συναλλαγών αυτών που συμμετέχουν σε σύστημα πληρωμών ή διακανονισμού ή σε χρηματαγορά ρυθμίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις σχετικές συναλλαγές.

 

Άρθρο 122

Πληρωμή χρηματογράφων

Επί πληρωμής χρηματογράφων από τον οφειλέτη μέσα στην ύποπτη περίοδο, η ανακλητική αξίωση μπορεί να στραφεί μόνον κατά του εκδότη συναλλαγματικής και του πρώτου οπισθογράφου γραμματίου σε διαταγή και επιταγής και μόνον εφόσον αυτοί γνώριζαν ότι κατά τον χρόνο έκδοσης ή οπισθογράφησης αντίστοιχα του χρηματογράφου, ο πληρωτής επί συναλλαγματικής ή ο εκδότης επί γραμματίου σε διαταγή και επιταγής είχε παύσει τις πληρωμές του.

 

Άρθρο 123

Δικαστική απόφαση - Νομιμοποίηση

1. Οι πράξεις που έγιναν στην ύποπτη περίοδο ανακαλούνται με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου.

2. Την ανακλητική αξίωση ασκεί ο σύνδικος. Μπορεί να την ασκήσει και πιστωτής, εφόσον είχε ζητήσει εγγράφως από τον σύνδικο την άσκησή της για συγκεκριμένη πράξη και για συγκεκριμένο νόμιμο λόγο και ο σύνδικος δεν την άσκησε μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήψη της αίτησης του πιστωτή.

3. Η ανακλητική αγωγή στρέφεται κατά εκείνου ή εκείνων που είχαν λάβει μέρος στην υπό ανάκληση πράξη, καθώς και κατά των κληρονόμων ή άλλων καθολικών διαδόχων τους ή του κακόπιστου ειδικού διαδόχου.

4. Η ανάκληση δεν εμποδίζεται εκ του λόγου ότι για την υπό ανάκληση πράξη έχει εκδοθεί τίτλος εκτελεστός ή το εξ αυτής δικαίωμα αποκτήθηκε μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης.

 

Άρθρο 124

Συνέπειες της απόφασης

1. Όποιος με ανακαλούμενη πράξη απέκτησε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη, υποχρεούται να το επαναμεταβιβάσει στην πτωχευτική περιουσία. Εάν η αυτούσια επαναμεταβίβαση δεν είναι δυνατή, η υποχρέωση ρυθμίζεται από τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. Αστικού Κώδικα), εφαρμοζόμενες αναλόγως και αφού ληφθούν υπόψη οι πραγματικές χρηματικές καταβολές που έγιναν κατά την υλοποίηση της ανακαλούμενης πράξης.

2. Ο λήπτης δωρεάς υποχρεούται να επιστρέψει μόνο τον πλουτισμό, εκτός εάν γνώριζε ή κατά τις περιστάσεις μπορούσε να γνωρίζει ότι με τη χαριστική παροχή επέρχεται ζημία της ομάδας των πιστωτών.

3. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει ότι αυτός που συμβλήθηκε με τον οφειλέτη ενήργησε κακόπιστα, μπορεί να τον υποχρεώσει σε αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την πράξη στην ομάδα των πιστωτών.

 

Άρθρο 125

Αξιώσεις του αντισυμβαλλομένου

1. Εάν με την ανακαλούμενη παροχή είχε εξοφληθεί απαίτηση, με την επαναμεταβίβασή της η απαίτηση επανέρχεται σε ισχύ.

2. Σε περίπτωση ανάκλησης αμφοτεροβαρούς πράξης, ο αντισυμβαλλόμενος, εφόσον επιστρέφει την παροχή, έχει αξίωση στην αντιπαροχή του ως ομαδικός πιστωτής, εάν η αντιπαροχή εξακολουθεί να διατηρεί την ταυτότητα της στην πτωχευτική περιουσία ή η τελευταία αυξήθηκε κατά την αξία της αντιπαροχής, άλλως ικανοποιείται ως πτωχευτικός πιστωτής.

 

Άρθρο 126

Παραγραφή της ανακλητικής αξίωσης

Η ανακλητική αξίωση παραγράφεται με την παρέλευση ενός (1) έτους από την ημέρα που ο σύνδικος ή ο πιστωτής, κατά περίπτωση, έλαβε γνώση της πράξης και σε κάθε περίπτωση μετά παρέλευση δύο (2) ετών από την κήρυξη της πτώχευσης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

 

Άρθρο 127

Αστική ευθύνη διοικητών εταιριών σε περίπτωση παύσης πληρωμών

1. Αν δεν υποβληθεί εγκαίρως η αίτηση πτώχευσης ανώνυμης εταιρείας σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 79,

τα υπαίτια για την καθυστέρηση μέλη του οργάνου διοίκησης του οφειλέτη που έχει την αρμοδιότητα υποβολής αίτησης πτώχευσης για λογαριασμό του νομικού προσώπου ευθύνονται εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της ζημίας των εταιρικών πιστωτών:

α. από τη μείωση του πτωχευτικού μερίσματος που επήλθε λόγω της καθυστέρησης, και

β. των οποίων οι απαιτήσεις δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο μεταξύ της τριακοστής πρώτης ημέρας μετά την παύση πληρωμών και της επομένης της υποβολής αίτησης πτώχευσης.

2. Την ίδια ευθύνη υπέχει και αυτός που άσκησε την επιρροή του στο μέλος ή τα μέλη του οργάνου διοίκησης, με αποτέλεσμα να μην υποβάλουν εγκαίρως την αίτηση. Οι σχετικές απαιτήσεις των εταιρικών δανειστών ασκούνται μόνον από τον σύνδικο.

3. Δεν υφίσταται η ευθύνη των παρ. 1 και 2, εφόσον η καθυστέρηση υποβολής της αίτησης οφείλεται σε απόπειρα αποφυγής της αφερεγγυότητας μέσω διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης του οφειλέτη ή συμφωνίας στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, με γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πιστωτών, των μετόχων ή εταίρων και άλλων ενδιαφερομένων μερών.

4. Αν η παύση πληρωμών της ανώνυμης εταιρείας προκλήθηκε από δόλο ή βαρεία αμέλεια των μελών του οργάνου διοίκησης, τα υπαίτια μέλη ευθύνονται εις ολόκληρον σε αποζημίωση έναντι των εταιρικών πιστωτών για τη ζημία που τους προκλήθηκε. Την ίδια ευθύνη υπέχει και αυτός που άσκησε την επιρροή του στο μέλος ή τα μέλη του οργάνου διοίκησης, ώστε να προβούν σε πράξεις ή παραλείψεις που είχαν ως αποτέλεσμα την περιέλευση της εταιρείας σε παύση πληρωμών.

5. Οι αξιώσεις των παρ. 1, 2 και 4 υπόκεινται σε τριετή παραγραφή από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, εφόσον δε πρόκειται περί ζημίας εκ δόλου, σε δεκαετή παραγραφή.

6. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και σε κάθε άλλο νομικό πρόσωπο, σε σχέση με το οποίο ο νόμος δεν προβλέπει από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη των εταίρων για το σύνολο των εταιρικών χρεών, όπως ενδεικτικά στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, την ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία και τη ναυτική εταιρεία.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

 

Άρθρο 128

Τα όργανα της πτώχευσης

Τα όργανα της πτώχευσης είναι: το πτωχευτικό δικαστήριο, ο εισηγητής, ο σύνδικος και η συνέλευση των πιστωτών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

Άρθρο 129

Αρμοδιότητα

Πτωχευτικό δικαστήριο είναι το δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα στην πτωχευτική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 78. Ασκεί την ανώτατη εποπτεία στη διεύθυνση των εργασιών της πτώχευσης. Έχει αρμοδιότητα να δικάζει τις διαφορές που ειδικά ορίζονται στον παρόντα νόμο.

 

Άρθρο 130

Διαδικασία

1. Το πτωχευτικό δικαστήριο δικάζει κάθε υπόθεση που υπάγεται σε αυτό, χωρίς εξαίρεση, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας). Οι πρόσθετες παρεμβάσεις ενώπιόν του ασκούνται και με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά χωρίς τήρηση προδικασίας. Οι κύριες παρεμβάσεις ασκούνται υποχρεωτικά με αυτοτελές δικόγραφο και με ποινή απαραδέκτου το αργότερο τρείς (3) εργάσιμες ημέρες πριν από την δικάσιμο, και συνεκδικάζονται υποχρεωτικώς με την αίτηση και τις τυχόν ασκηθείσες πρόσθετες παρεμβάσεις. Η άσκηση κύριας παρέμβασης με αυτοτελές δικόγραφο σε διαφορετική δικάσιμο, δεν αποτελεί λόγο αναβολής της συζήτησης της αίτησης κατά την ορισθείσα δικάσιμο.

2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, οι υποθέσεις ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου προσδιορίζονται εντός είκοσι (20) ημερών και η κλήτευση γίνεται προ δέκα (10) ημερών.

 

Άρθρο 131

Ανακοπή, έφεση και αναίρεση

1. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, έφεση και αναίρεση μόνο για τους λόγους του άρθρου 559 αριθ. 1,4, 14, 16, 17 και 19 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

2. Δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση ή αναίρεση οι αποφάσεις του δικαστηρίου περί διορισμού ή αντικατάστασης του εισηγητή ή του συνδίκου και περί χορήγησης βοηθημάτων προς τον οφειλέτη ή την οικογένειά του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

 

Άρθρο 132

Ορισμός εισηγητή

Εισηγητής στην πτώχευση ορίζεται πρωτοδίκης ή ειρηνοδίκης κατά περίπτωση. Στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, εισηγητές των πτωχεύσεων ορίζονται για δύο(2) δικαστικά έτη, με απόφαση της ολομέλειάς τους ως τρεις (3) από τους Προέδρους Πρωτοδικών που υπηρετούν σε αυτά κατ’ αποκλειστική απασχόληση. Για τον ορισμό των εισηγητών των πτωχεύσεων βαρύνουσα σημασία έχει ιδίως η δυνατότητα άσκησης των καθηκόντων τους για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, στο πλαίσιο και της ανανέωσης της θητείας τους ως εισηγητών. Στα λοιπά Πρωτοδικεία, ο εισηγητής ορίζεται με την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου. Με τον ίδιο τρόπο αντικαθίσταται ο εισηγητής. Για τον ορισμό των εισηγητών των πτωχεύσεων βαρύνουσα σημασία έχουν ιδίως η προηγούμενη εμπειρία σε πτωχεύσεις και η τυχόν μετεκπαίδευση σε θέματα πτωχεύσεων.

 

Άρθρο 133

Καθήκοντα του εισηγητή επί της διοίκησης της πτώχευσης

1. Ο εισηγητής υποβάλλει εισήγηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο ως προς την αποδοχή ή μη της αίτησης μετά τη συζήτηση της υπόθεσης.

2. Ο εισηγητής οφείλει αμέσως μετά την κήρυξη της πτώχευσης να ενημερώσει τον σύνδικο περί του διορισμού του. Έχει καθήκον να επιτηρεί και να επιταχύνει τις εργασίες της πτώχευσης και να διατάσσει όλα τα κατεπείγοντα μέτρα προς διασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας.

3. Επιβλέπει το έργο του συνδίκου και, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, μπορεί να ζητήσει την αντικατάστασή του, σύμφωνα με το άρθρο 138. Παρέχει στον σύνδικο την άδεια εμπορίας ή εκποίησης εμπορευμάτων και εν γένει κινητών και ακινήτων της πτώχευσης, όπου προβλέπεται στον παρόντα νόμο.

4. Σε κάθε περίπτωση ο εισηγητής έχει και τις αρμοδιότητες που ειδικά ορίζονται στον παρόντα νόμο, αλλά και για κάθε πράξη αναγκαία στο πλαίσιο και για την εκπλήρωση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που του παρέχονται με τον παρόντα νόμο, έστω και αν ειδικά δεν προβλέπονται σε αυτόν.

 

Άρθρο 134

Διατάξεις του εισηγητή

1. Ο εισηγητής με αιτιολογημένη διάταξή του αποφαίνεται επί των ζητημάτων που αναφέρονται στον παρόντα νόμο και παρέχει τις προβλεπόμενες άδειες.

2. Στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητά στον παρόντα νόμο, όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου κατά των διατάξεων του εισηγητή της παρ. 1. Η προσφυγή, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, ασκείται εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση της διάταξης. Η προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο δεν αναστέλλει την εκτέλεση των διατάξεων του εισηγητή, μπορεί όμως ο πρόεδρος του πτωχευτικού δικαστηρίου, μετά από αίτηση του προσφεύγοντος, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τα άρθρα 682 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

 

Άρθρο 135

Ανακριτικά καθήκοντα του εισηγητή

1. Ο εισηγητής μπορεί να εξετάσει ανωμοτί τον οφειλέτη και ενόρκως τους αντιπροσώπους και υπαλλήλους του, σχετικά με οποιοδήποτε θέμα της αρμοδιότητάς του. Αντίγραφα των καταθέσεων διαβιβάζει ο εισηγητής και προς τον αρμόδιο εισαγγελέα, αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης κάποιου προσώπου.

2. Ειδικότερα, ο εισηγητής μπορεί να αναθέτει σε ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) ή σε άλλα ελεγκτικά όργανα της Διοίκησης τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων, όπως έλεγχο και σύνταξη σχετικής έκθεσης ή λήψη αντιγράφων από τα φορολογικά και λοιπά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη, ο οποίος έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως, με σκοπό τη διαπίστωση της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και της περιουσίας του τελευταίου.

 

Άρθρο 136

Επιβολή κυρώσεων κατά του οφειλέτη

1. Αν ο οφειλέτης αρνείται να εμφανιστεί ενώπιον του συνδίκου ή του εισηγητή και να παρουσιάσει και παραδώσει βιβλία ή αρχεία ή έγγραφα αναγκαία για την πτωχευτική διαδικασία και εφόσον είχε νομίμως ειδοποιηθεί τουλάχιστον δύο (2) ημέρες πριν από την ημέρα εμφάνισης, ο εισηγητής επιβάλλει σε αυτόν ποινή τάξεως από πεντακόσια (500) έως δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων - Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ - ΤΑΝ) που εισπράττεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Μετά τη δεύτερη, χωρίς αποτέλεσμα, ειδοποίηση εμφάνισης του οφειλέτη, ο εισηγητής μπορεί να προβεί στην αποστολή έκθεσης κατ’ αυτού για απείθεια κατά τη διάταξη του άρθρου 169 του Ποινικού Κώδικα στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών.

2. Ο εισηγητής μπορεί να διατάξει τα αναγκαία κατά την κρίση του μέτρα, προς εξασφάλιση της παρουσίας του οφειλέτη και σύμπραξης του, όπου απαιτείται, κατά την πτωχευτική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της βίαιης προσαγωγής του, ενεργών κατά το άρθρο 231 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

3. Εφόσον τρίτα πρόσωπα έχουν αντίγραφα ή πρόσβαση στα στοιχεία αυτά, καλούνται από τον εισηγητή να τα παραδώσουν και, σε περίπτωση που αρνούνται να το πράξουν, ο εισηγητής μπορεί να προβεί στην αποστολή έκθεσης κατ’ αυτών στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών για υπεξαγωγή εγγράφου (άρθρο 222 ΠΚ).

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΣΥΝΔΙΚΟΣ

 

Άρθρο 137

Ποιος διορίζεται σύνδικος

1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, με την απόφαση του άρθρου 81, ορίζει ως σύνδικο πρόσωπο το οποίο διαθέτει άδεια διαχειριστή αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το Τέταρτο Βιβλίο. Σύνδικος διορίζεται ο προτεινόμενος από τον αιτούντα, εκτός αν συντρέχει περίπτωση επιτρεπτής υποβολής αίτησης πτώχευσης χωρίς την πρόταση συνδίκου, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 79. Αν ο αιτών είναι ο οφειλέτης και ασκήσει παρέμβαση πιστωτής που προτείνει άλλο πρόσωπο ως σύνδικο, διορίζεται το πρόσωπο αυτό. Αν υποβληθούν περισσότερες τέτοιες παρεμβάσεις, διορίζεται το πρόσωπο που προτείνεται από τους πιστωτές που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσό απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Αν ο αιτών είναι πιστωτής και ασκήσει παρέμβαση πιστωτής που αντιπροσωπεύει μεγαλύτερο ποσό απαιτήσεων κατά του οφειλέτη προτείνοντας άλλο πρόσωπο ως σύνδικο, διορίζεται το πρόσωπο αυτό. Στις περιπτώσεις της παρ. 1, το δικαστήριο δύναται να αποκλίνει από την πρόταση των πιστωτών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσό απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, εφόσον κρίνει ότι ο προτεινόμενος σύνδικος δεν είναι κατάλληλος, βάσει των κριτηρίων της παρ. 2, ή εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπό του κωλύματα κατά την παρ. 3.

2. Σε κάθε άλλη περίπτωση η επιλογή του συνδίκου από το πτωχευτικό δικαστήριο ή τον εισηγητή, κατά περίπτωση, γίνεται κατά την κρίση του, αφού λάβει υπόψη του τις διατάξεις που ισχύουν για τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, τα στοιχεία ως προς την εμπειρία του τελευταίου και του πιστοποιημένου προσώπου που προτείνεται να απασχοληθεί στην συγκεκριμένη υπόθεση και τυχόν πειθαρχικές διώξεις σε βάρος του ή σε βάρος του πιστοποιημένου προσώπου.

3. Ως σύνδικος δεν μπορεί να διοριστεί πρόσωπο ως προς το οποίο υφίσταται κώλυμα σύμφωνα με το άρθρο 238.

4. Ο σύνδικος ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και οφείλει να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την κείμενη νομοθεσία στον διαχειριστή αφερεγγυότητας.

 

Άρθρο 138

Αντικατάσταση συνδίκου

1. Το πτωχευτικό δικαστήριο αντικαθιστά το σύνδικο στις εξής περιπτώσεις:

α) Ύστερα από έγγραφη δήλωση του συνδίκου προς τον εισηγητή περί ύπαρξης κωλύματος του άρθρου 238 ή ύστερα από έγγραφη δήλωση παραίτησής του για σπουδαίο λόγο, η οποία επίσης υποβάλλεται στον εισηγητή. Ο εισηγητής εισηγείται προς το δικαστήριο για το εάν η παραίτηση είναι καταχρηστική σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 80 ή εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος.

β) Εφόσον το δικαστήριο αποφασίσει ότι ο σύνδικος παραιτείται παρά την αποδοχή του διορισμού του χωρίς σπουδαίο λόγο ή αν παραιτείται καταχρηστικά κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 80, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν μπορεί να διοριστεί εκ νέου σύνδικος για τα επόμενα δύο (2) έτη και το γεγονός αυτό γνωστοποιείται με επιμέλεια της γραμματείας του πτωχευτικού δικαστηρίου στην Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας, προκειμένου να καταχωρισθεί στο Μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας που προβλέπεται στο άρθρο 236.

γ) Ύστερα από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή για σπουδαίο λόγο που συνίσταται, ιδίως, σε σοβαρή παράβαση του συνδίκου κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του ή μη εκπλήρωση αυτών. Η αίτηση υποβάλλεται στο πτωχευτικό δικαστήριο, η απόφαση του οποίου υπόκειται μόνον σε έφεση. Σπουδαίο λόγο αποτελεί η τέλεση από τον σύνδικο πειθαρχικής παράβασης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 243.

2. Πιστωτές που εκπροσωπούν ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) τουλάχιστον των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, εξαιρουμένων των απαιτήσεων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη προσώπων κατά την έννοια του Παραρτήματος Α΄ του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), μπορούν να ζητήσουν τη σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών με θέμα την αντικατάσταση του συνδίκου. Στην αίτηση περιλαμβάνονται οι λόγοι αντικατάστασης του συνδίκου. Ο σύνδικος οφείλει να συγκαλέσει τη συνέλευση των πιστωτών εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών από τη λήψη της αίτησης. Εφόσον αποφασιστεί από τη συνέλευση η αντικατάσταση του συνδίκου και προταθεί αντικαταστάτης, ο τελευταίος διορίζεται σύνδικος με πράξη του εισηγητή εφόσον δεν προκύπτουν ως προς τον διορισμό του τα κωλύματα του άρθρου 238.

 

Άρθρο 139

Συντηρητικά μέτρα

1. Ο σύνδικος είναι υποχρεωμένος να εγγράψει αμέσως τις υποθήκες και προσημειώσεις για τις οποίες υπάρχουν τίτλοι κατά οφειλετών της πτώχευσης και να ζητεί από το πτωχευτικό δικαστήριο τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προς εξασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας.

2. Ο σύνδικος εγγράφει ατελώς, υπέρ της ομάδας των πιστωτών, υποθήκες επί όλων των ακινήτων της πτωχευτικής περιουσίας με τίτλο την περίληψη της απόφασης που κήρυξε την πτώχευση και τον διόρισε που συνοδεύεται από έκθεσή του, όπου περιγράφονται τα ακίνητα επί των οποίων ζητεί την εγγραφή και αναφέρει το κατά την κρίση του εικαζόμενο συνολικό ύψος των προς ασφάλεια πιστώσεων.

 

Άρθρο 140

Εκποίηση πραγμάτων που υπόκεινται σε φθορά κ.λπ.

1. Ο σύνδικος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή να επιτρέψει να εξαιρεθούν από τη σφράγιση και να παραδοθούν σε αυτόν, όσα πράγματα υπόκεινται σε άμεση φθορά ή υποτίμηση της αξίας τους. Τα πράγματα αυτά απογράφονται και εκτιμώνται αμέσως από τον σύνδικο, ο οποίος υπογράφει την έκθεση.

2. Ο οφειλέτης ειδοποιείται με οποιοδήποτε μέσο, ακόμη και τηλεφωνικώς, περί του αιτήματος αυτού του συνδίκου και δικαιούται να προβάλλει τις τυχόν αντιρρήσεις του ενώπιον του εισηγητή εντός της επόμενης ημέρας από την ειδοποίηση του.

3. Αν ο εισηγητής χορηγήσει τη σχετική άδεια, ο τόπος και χρόνος της εκποίησης των πραγμάτων γνωστοποιείται με δημοσιοποίηση.

 

Άρθρο 141

Αποσφράγιση - απογραφή

1. Ο σύνδικος μέσα σε τρεις (3) ημέρες από τον διορισμό του και εφόσον έχει ολοκληρωθεί η σφράγιση, ζητεί από τον εισηγητή την αποσφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας και προβαίνει στην απογραφή της. Ο οφειλέτης καλείται πριν δυο (2) ημέρες, να παρευρίσκεται κατά την αποσφράγιση και απογραφή. Αν ο οφειλέτης έχει αποβιώσει, στη θέση αυτού καλούνται οι κληρονόμοι του.

2. Η απογραφή γίνεται από τον σύνδικο. Ο σύνδικος μπορεί να προσλάβει βοηθό της εκλογής του για τη σύνταξη της απογραφής και την εκτίμηση των πραγμάτων. Για την απογραφή και την εκτίμηση των πραγμάτων συντάσσεται από τον σύνδικο έκθεση απογραφής του συνόλου του ενεργητικού του οφειλέτη. Η έκθεση δημοσιοποιείται αμελλητί με ευθύνη του συνδίκου.

3. Μόλις περατωθεί η απογραφή, τα βιβλία και τα λοιπά έγγραφα, τα χρεόγραφα, τα εμπορεύματα, τα χρήματα και όλα τα πράγματα γενικά της πτώχευσης παραδίδονται στον σύνδικο, ο οποίος βεβαιώνει την παράδοση επί του εγγράφου της εκθέσεως απογραφής, αν ήδη δεν έχουν παραδοθεί σε αυτόν σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 87.

 

Άρθρο 142

Ενημέρωση εισηγητή

Ο σύνδικος, με βάση τα στοιχεία της απογραφής και όσα άλλα έχει στη διάθεση του, υποβάλλει προς τον εισηγητή το συντομότερο ειδική αναφορά για την κατάσταση της πτωχευτικής περιουσίας.

 

Άρθρο 143

Επιστολές και άλλα μέσα επικοινωνίας του οφειλέτη

Ο σύνδικος λαμβάνει γνώση των επιστολών, τηλεομοιοτυπιών και μηνυμάτων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απευθύνονται προς τον οφειλέτη, εφόσον κατά την κρίση του έχουν σχέση με την πτώχευση. Ο σύνδικος παραδίδει προς τον οφειλέτη όσες επιστολές κ.λπ. είναι άσχετες με την πτώχευση και είναι υποχρεωμένος σε κάθε περίπτωση να τηρεί εχεμύθεια, διαφορετικά τιμωρείται κατά το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.

 

Άρθρο 144

Είσπραξη απαιτήσεων – κατάθεση και ανάληψη χρημάτων

1. Ο σύνδικος επιμελείται για την είσπραξη των απαιτήσεων της πτώχευσης. Ανοίγει ειδικό έντοκο λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα στη Ελλάδα στο όνομα του τελούντος σε πτώχευση οφειλέτη και στον οποίο λογαριασμό γίνεται ρητή και εμφανής αναφορά ότι ο οφειλέτης τελεί σε κατάσταση πτώχευσης, όπου καταθέτει τα χρήματα που υπήρχαν στο ταμείο ή σε οποιονδήποτε λογαριασμό του οφειλέτη ή προέκυψαν από χρηματοδότηση της παρ. 2 ή εισπράχθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Τα στοιχεία της κίνησης του ανωτέρω λογαριασμού τηρούνται στην διάθεση του εισηγητή και των πιστωτών.

2. Για την κάλυψη των πάσης φύσης δαπανών και εξόδων της πτώχευσης και εφόσον προηγουμένως λάβει σχετική έγκριση της συνέλευσης των πιστωτών, ο σύνδικος δύναται να λάβει χρηματοδότηση που αποτελεί ομαδικό πίστωμα.

3. Η κατάθεση χρηματικού ποσού της πτώχευσης από τον σύνδικο σε ατομικό του λογαριασμό ή σε λογαριασμό τρίτου, συνιστά υπεξαίρεση (άρθρα 375, 377 ΠΚ).

4. Ο ειδικός λογαριασμός κινείται από τον σύνδικο αποκλειστικά για τις δαπάνες των εργασιών της πτώχευσης και για τη διανομή στους πιστωτές, σε κάθε περίπτωση μόνο μετά από άδεια του εισηγητή. Επί του πίνακα διανομής του άρθρου 167, που κηρύχθηκε εκτελεστός, ο εισηγητής μπορεί να ορίσει ότι τα χρήματα θα αποδοθούν απευθείας στους δικαιούχους.

 

Άρθρο 145

Συμβιβασμός επί απαιτήσεων

1. Ο σύνδικος μπορεί να συνάψει συμβιβασμό, κατά τους όρους του Αστικού Κώδικα (άρθρο 871), για κάθε αξίωση ενοχική ή εμπράγματη που έχει ο οφειλέτης έναντι τρίτων ή οι τρίτοι έναντι του οφειλέτη. Για τον συμβιβασμό συνάπτεται συμφωνία μεταξύ του συνδίκου και του άλλου μέρους με πρακτικό ενώπιον του γραμματέα των πτωχεύσεων και υποβάλλεται αμέσως προς επικύρωση στον εισηγητή. Η επικύρωση του πρακτικού έχει ισχύ δικαστικής απόφασης. Εφόσον επικυρωθεί, η συμφωνία δημοσιοποιείται.

2. Ο οφειλέτης προσκαλείται να λάβει γνώση της συμφωνίας της παρ. 1 και δικαιούται να προβάλλει τις τυχόν αντιρρήσεις του ενώπιον του εισηγητή εντός τριών (3) ημερών.

 

Άρθρο 146

Πρόσληψη προσώπων με ειδικές γνώσεις

Ο σύνδικος, σε περίπτωση που για την προώθηση των εργασιών της πτώχευσης απαιτούνται ειδικές γνώσεις τεχνικής, οικονομικής, νομικής, λογιστικής ή άλλης φύσεως, τις οποίες δεν διαθέτει ο ίδιος, μπορεί, μετά από σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, να προσλάβει, με οποιαδήποτε συμβατική σχέση (όπως εργασίας ή έργου), τα απαιτούμενα προς υποβοήθηση του έργου του τρίτα πρόσωπα ή τον οφειλέτη, των οποίων η αμοιβή θα καθοριστεί, κατ` εύλογη κρίση, από τον εισηγητή με αιτιολογημένη διάταξή του.

 

Άρθρο 147

Εξέταση εμπορικών βιβλίων - ισολογισμός

1. Ο σύνδικος εξετάζει τα εμπορικά βιβλία και λοιπά στοιχεία του οφειλέτη, εφόσον τηρούνται, και προσκαλεί αυτόν να αναγνωρίσει το περιεχόμενο τους, να βεβαιώσει την κατάστασή τους, να δώσει οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία και να παρίσταται κατά το κλείσιμο των βιβλίων. Αν ο οφειλέτης έχει αποβιώσει, καλούνται οι κληρονόμοι. Όλοι οι ανωτέρω μπορούν να εκπροσωπηθούν από αντιπρόσωπο εφοδιασμένο με ειδικό πληρεξούσιο.

2. Σε κάθε περίπτωση, αν ο σύνδικος θεωρεί αναγκαία τη σύμπραξη του οφειλέτη και εκείνος αρνείται να την παράσχει, ο σύνδικος πρέπει να απευθυνθεί στον εισηγητή και να του ζητήσει τη λήψη μέτρων κατά του οφειλέτη, σύμφωνα με το άρθρο 136.

3. Αν ο οφειλέτης δεν έχει καταθέσει ισολογισμό, ο σύνδικος τον καλεί να καταθέσει, ορίζοντας σχετική προθεσμία. Αν ο οφειλέτης αρνηθεί ή αδρανήσει, ο σύνδικος συντάσσει ειδική λογιστική κατάσταση, με βάση τα εμπορικά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη και κάθε άλλη σχετική πληροφορία που συνέλεξε. Αν ο οφειλέτης καταθέσει ισολογισμό μεταγενέστερα, ο σύνδικος διορθώνει τη λογιστική κατάσταση με βάση τα νέα στοιχεία.

4. Ο σύνδικος δεν ευθύνεται για την ακρίβεια των στοιχείων που αποτυπώνονται στην ειδική λογιστική κατάσταση που συντάσσει σύμφωνα με την παρ. 3.

 

Άρθρο 148

Υποβολή εγκλήσεων για αδικήματα κατά του οφειλέτη

Εφόσον προκύψουν ενδείξεις ότι κατά τη χρονική περίοδο που προηγήθηκε της κήρυξης της πτώχευσης του οφειλέτη έχουν λάβει χώρα παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή ενέργειες σε βάρος του τελευταίου (οφειλέτη), οι οποίες επηρέασαν δυσμενώς την περιουσιακή του κατάσταση, με την άδεια του Εισηγητή, ο σύνδικος νομιμοποιείται να υποβάλλει έγκληση κατά των υπευθύνων προσώπων, καθώς και να δηλώσει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, ενώπιον των αρμοδίων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών.

 

Άρθρο 149

Αντιμισθία του συνδίκου

1. Η αντιμισθία του συνδίκου ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 241, ενώ επιτρέπεται και αμοιβή βάσει συμφωνίας με τους πιστωτές σύμφωνα με τις προβλέψεις της παρ. 2 του άρθρου 241.

2. Σε περίπτωση που δεν έχει συμφωνηθεί αμοιβή με τους πιστωτές σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 241, επιτρέπεται η υποβολή από τον σύνδικο προς τη συνέλευση των πιστωτών πρότασης παροχής πρόσθετης αμοιβής, το ύψος και το είδος της οποίας εξαρτώνται από την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, όπως ιδίως το ύψος του τιμήματος της εκποίησης ή ρευστοποίησης και τον χρόνο περάτωσής τους. Ο χρόνος καταβολής τυχόν πρόσθετης αμοιβής (που μπορεί να προβλεφθεί ότι γίνεται σταδιακά) προβλέπεται στη σχετική απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών. Ο εισηγητής επικυρώνει τη συμφωνία για την παροχή πρόσθετης αμοιβής εφόσον διαπιστώσει ότι η απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών ελήφθη σύμφωνα με το άρθρο 151.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΩΝ

 

Άρθρο 150

Σύγκληση της συνέλευσης

1. Η συνέλευση των πιστωτών αποτελείται από όλους τους πιστωτές της πτώχευσης, ανεξαρτήτως προνομίων ή εμπράγματων ασφαλειών, καθώς και από τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις τελούν υπό αίρεση.

2. Συγκαλείται από τον εισηγητή, όπου προβλέπεται ειδικά στον παρόντα νόμο. Περίληψη της διάταξης του εισηγητή για τη σύγκληση της συνέλευσης, που περιλαμβάνει τον τόπο και χρόνο, καθώς και τα θέματα που θα συζητηθούν, δημοσιοποιείται πέντε (5) ημέρες πριν την ημέρα της σύγκλησης. Τη σύγκληση της συνέλευσης μπορεί να αιτηθεί οποιοσδήποτε πιστωτής ορίζοντας και τα προς απόφαση θέματα, οπότε συγκαλείται αμελλητί από τον εισηγητή.

3. Με απόφαση της συνέλευσης μπορεί να υποβληθεί προς τον σύνδικο αίτημα για παροχή πληροφοριών ή στοιχείων σχετικών με την εξέλιξη της πτώχευσης, τα οποία κατέχει ή έχει αποκτήσει ο σύνδικος από τον οφειλέτη σύμφωνα με τον νόμο. Ο σύνδικος παρέχει τα αιτούμενα στοιχεία ή πληροφορίες εκτός από την περίπτωση και στον βαθμό που η διάθεσή τους απαγορεύεται από διάταξη νόμου.

 

Άρθρο 151

Ποιοι συμμετέχουν - απαρτία - πλειοψηφία

1. Μέχρι την επαλήθευση των πιστώσεων, η συνέλευση αποτελείται από τους πιστωτές οι οποίοι περιλαμβάνονται στο ισοζύγιο που χρησιμοποιήθηκε για τη σύνταξη του τελευταίου δημοσιευμένου ισολογισμού ή της καταστάσεως πιστωτών στην οποία βασίστηκε η απόφαση για την κήρυξη της πτωχεύσεως και η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση για την κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση. Μετά την επαλήθευση των πιστώσεων, στη συνέλευση μετέχουν οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έγιναν δεκτές, έστω και προσωρινά σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 156.

2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, απαρτία υπάρχει, αν μετέχουν στη συνέλευση πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 50% των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί απαρτία, η συνέλευση επαναλαμβάνεται με όσους, ανεξάρτητα από ύψος των απαιτήσεών τους, ευρεθούν παρόντες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο.

3. Οι αποφάσεις της συνέλευσης λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των απαιτήσεων που εκπροσωπούνται σε αυτή.

4. Στις συνελεύσεις προεδρεύει ο εισηγητής και επικουρείται από τον γραμματέα των πτωχεύσεων, ο οποίος συντάσσει τη σχετική έκθεση, παρίσταται δε και ο σύνδικος, ο οποίος καλείται νομίμως. Κατά τον ίδιο τρόπο καλείται και ο οφειλέτης.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΕΞΕΛΕΓΞΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ

 

Άρθρο 152

Πρόσκληση για αναγγελία

1. Ο οφειλέτης υποχρεούται να παραδώσει στον σύνδικο κατάλογο των πιστωτών του και του ύψους των απαιτήσεών τους, με κάθε στοιχείο που έχει στη διάθεση του.

2. Ο σύνδικος οφείλει αμέσως να ενημερώσει εγγράφως όλους τους πιστωτές που είναι γνωστής διαμονής, κατοικίας ή έδρας από τα στοιχεία της πτώχευσης και τους καλεί να αναγγείλουν την απαίτησή τους και να καταχωρήσουν τα έγγραφα στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας και τις προθεσμίες εντός των οποίων υποχρεούνται σε αναγγελία και επαλήθευση των απαιτήσεών τους, και επισημαίνει τις συνέπειες από την παράλειψη ή το εκπρόθεσμο της αναγγελίας της κατάθεσης των εγγράφων ή της επαλήθευσης των απαιτήσεων, και να δημοσιεύσει τα ανωτέρω.

 

Άρθρο 153

Προθεσμία αναγγελίας και ανακοπή

1. Η αναγγελία απαίτησης πιστωτή γίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσιοποίηση της κήρυξης της πτώχευσης. Κατ’ εξαίρεση, οι απαιτήσεις του Δημοσίου αναγγέλλονται χωρίς τον χρονικό περιορισμό του προηγουμένου εδαφίου, το αργότερο μέχρι τη σύνταξη του τελευταίου πίνακα διανομής, δεν υπόκεινται στην διαδικασία επαλήθευσης του άρθρου 155 και συμμετέχουν μόνο σε διανομές που δεν έχουν διαταχθεί μέχρι την αναγγελία τους. Η προθεσμία αναγγελίας αναστέλλεται για το χρονικό διάστημα από 1η έως 31η Αυγούστου.

2. Η παράλειψη της αναγγελίας εκ μέρους του πιστωτή, του οποίου η απαίτηση είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια ή ειδικό προνόμιο, δεν επιφέρει απώλεια της εμπράγματης αγωγής.

3. Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 130.

4. Η ανακοπή στρέφεται κατά του συνδίκου. Η ανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή, σε καμία δε περίπτωση πέραν των έξι (6) μηνών από το πέρας της προθεσμίας αναγγελίας. Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει τις διανομές που έχουν ήδη διαταχθεί. Εάν διαταχθούν νέες διανομές πριν την έκδοση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, ο ανακόπτων μετέχει σε αυτές για ορισμένο ποσό που προσδιορίζεται προσωρινά από τον πρόεδρο του πτωχευτικού δικαστηρίου που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Το ποσό αυτό δεν καταβάλλεται στον ανακόπτοντα, αλλά φυλάσσεται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής. Ο ανακόπτων δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής σε διανομές που έχουν ήδη διαταχθεί.

 

Άρθρο 154

Τύπος και περιεχόμενο της αναγγελίας

1. Η αναγγελία γίνεται στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.

2. Ο πιστωτής αναφέρει το είδος και την αιτία της απαίτησής του, τον χρόνο γέννησής της, το ύψος της, καθώς και το αν η απαίτησή του έχει ή όχι προνομιακό χαρακτήρα ή εμπράγματη ασφάλεια και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είναι αντικείμενο της εμπράγματης ασφάλειας ή ειδικού προνομίου ή αν υπάρχει επιφύλαξη κυριότητας. Επίσης, οφείλει να διορίσει αντίκλητο, στην περιφέρεια του πτωχευτικού δικαστηρίου.

3. Πιστωτής που έχει τη συνήθη διαμονή, την κατοικία ή την έδρα του στην αλλοδαπή και αναγγέλλει την απαίτησή του σε κύρια ή δευτερεύουσα διαδικασία, που κηρύσσεται στην Ελλάδα, υποχρεούται να προσκομίσει επικυρωμένη μετάφραση της αναγγελίας του στην ελληνική γλώσσα. Η επικύρωση γίνεται και από δικηγόρο. Με την έκφραση «κύρια διαδικασία» νοείται κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 περί διαδικασιών αφερεγγυότητας ή κύρια διαδικασία κατά την έννοια του ν. 3858/2010 (Α΄ 102), ενώ με την έκφραση «δευτερεύουσα διαδικασία» νοείται δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 περί διαδικασιών αφερεγγυότητας ή μη κύρια διαδικασία κατά την έννοια του ν. 3858/2010 (Α΄ 102).

4. Ο πιστωτής της παρ. 3 δεν υποχρεούται σε αναγγελία, αν ο σύνδικος κύριας ή δευτερεύουσας πτώχευσης άλλου κράτους έχει ήδη αναγγείλει αυτόν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ

 

Άρθρο 155

Πώς γίνεται η επαλήθευση

1. Ο σύνδικος, μετά την παρέλευση της προθεσμίας αναγγελίας επαληθεύει τις απαιτήσεις που έχουν αναγγελθεί. Η επαλήθευση των απαιτήσεων πρέπει να γίνει εντός τριών (3) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας.

2. Η επαλήθευση των απαιτήσεων διενεργείται από τον σύνδικο με αντιπαραβολή των εγγράφων του πιστωτή προς τα βιβλία και λοιπά έγγραφα του οφειλέτη. Ο εισηγητής μπορεί πάντοτε, με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου ή και αυτεπαγγέλτως, να ζητήσει την προσκόμιση των βιβλίων του πιστωτή ή ακριβούς αποσπάσματος αυτών ως αποδεικτικού μέσου.

 

Άρθρο 156

Δημοσιοποίηση πίνακα πτωχευτικών πιστωμάτων

1. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αναγγελίας απαιτήσεων, ο σύνδικος συντάσσει πίνακα των επαληθευθεισών απαιτήσεων, τον οποίο δημοσιεύει ως πίνακα πτωχευτικών πιστωμάτων.

2. Στον πίνακα πτωχευτικών πιστωμάτων αναφέρονται η ταυτότητα των πιστωτών, το είδος της απαίτησης, το ύψος της, καθώς και αν έχει προνομιακό χαρακτήρα ή εμπράγματη ασφάλεια, σύντομη περιγραφή των κατατεθέντων αποδεικτικών εγγράφων, και τυχόν μεταβολές που επιφέρουν αποφάσεις επί ανακοπών της παρ. 3 του άρθρου 153 και της παρ. 1 του άρθρου 168.

3. Ο σύνδικος συμπληρώνει στον πίνακα πτωχευτικών πιστωμάτων τη συνολική ικανοποίηση κάθε απαίτησης, μετά από κάθε προσωρινή διανομή.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ

Η ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΠΡΟΣ ΠΙΣΤΩΤΕΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

 

Άρθρο 157

Ρευστοποίηση του ενεργητικού και διανομή στους πιστωτές

Μετά την ολοκλήρωση της απογραφής ο σύνδικος προβαίνει αμελλητί στη ρευστοποίηση του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη. Μετά την ολοκλήρωση της εξέλεγξης του παθητικού του οφειλέτη, σύμφωνα με το Μέρος Τέταρτο, ο σύνδικος προβαίνει στη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης του ενεργητικού στους πιστωτές.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΩΣ ΣΥΝΟΛΟΥ Ή ΤΩΝ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΣΥΝΟΛΩΝ ΑΥΤΗΣ

 

Άρθρο 158

Απογραφή - Διάθεση του ενεργητικού

1. Η διαδικασία του παρόντος ακολουθείται, εφόσον το πτωχευτικό δικαστήριο, με την απόφαση του άρθρου 81,

αποφάσισε την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής.

2. Ο σύνδικος, με την εγκατάστασή του στη διοίκηση της επιχείρησης, συντάσσει αμελλητί απογραφή των στοιχείων της επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 141, και εν συνεχεία καταρτίζει με βάση την απογραφή υπόμνημα προσφοράς, στο οποίο, πλην των απογραφέντων στοιχείων της επιχείρησης, περιλαμβάνει και κάθε πληροφορία χρήσιμη για την εικόνα του ενεργητικού της.

3. Ο σύνδικος, προκειμένου να διατηρήσει τη λειτουργία της επιχείρησης και να καλύψει δαπάνες και έξοδα της εκκαθάρισης, συμπεριλαμβανομένων και των αμοιβών του, μπορεί να λάβει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκποίησης χρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών, οι οποίες αποτελούν ομαδικό πίστωμα.

4. Ο σύνδικος διενεργεί δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της επιχείρησης το συντομότερο δυνατόν από την εγκατάσταση του. Ο πλειοδοτικός διαγωνισμός μπορεί να αφορά και την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων και των μελλοντικών απαιτήσεων, εφόσον αυτά δεν εντάσσονται σε κάποιο από τα εκποιούμενα λειτουργικά σύνολα. Η μεταβίβαση λειτουργικού συνόλου περιλαμβάνει τη μεταβίβαση των εκκρεμών συμβατικών σχέσεων που το αφορούν, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 108. Εφόσον μεταβιβαζόμενα στοιχεία είναι βεβαρυμμένα ή κατασχεμένα ή υπόκεινται σε δέσμευση οποιασδήποτε μορφής, συμπεριλαμβανομένης της εξασφαλιστικής εκχώρησης απαιτήσεων, μεταβιβάζονται ελεύθερα βαρών και πάσης φύσης δεσμεύσεων. Για την επιλογή, ως προς την εκποίηση του ενεργητικού, ενός ή περισσότερων κλάδων ή και επιμέρους περιουσιακών στοιχείων, ο σύνδικος λαμβάνει την έγκριση της συνέλευσης των πιστωτών και ευθύνεται μόνο για δόλο ή βαριά αμέλεια.

5. Για την εκποίηση του ενεργητικού ως σύνολο ή ως μέρη, ο σύνδικος απευθύνεται σε συμβολαιογράφο και ακολουθείται η ισχύουσα διαδικασία για την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας e-auction, με την εξαίρεση ότι δεν τίθεται τιμή πρώτης προσφοράς. Ο σύνδικος μπορεί να δημοσιοποιήσει και με άλλον πρόσφορο τρόπο την διενέργεια των διαγωνισμών, για να εξασφαλίσει τη δέουσα δημοσιότητα.

6. Στην πρόσκληση ορίζεται η ημερομηνία του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, η οποία απέχει είκοσι (20) κατ’ ελάχιστον έως σαράντα (40) κατά το μέγιστο εργάσιμες ημέρες από τη δημοσιοποίηση της πρόσκλησης. Στον συμβολαιογράφο κατατίθενται και οι λοιποί όροι του σχετικού πλειοδοτικού διαγωνισμού, μεταξύ των οποίων περιέχεται η δέσμευση ότι με την υπογραφή της σύμβασης μεταβίβασης καταβάλλεται τοις μετρητοίς το σύνολο του τιμήματος, συμπεριλαμβανομένου και του κειμένου της σύμβασης μεταβίβασης για τη σκοπούμενη δικαιοπραξία.

7. Ο σύνδικος μπορεί να διαθέτει προς τους ενδιαφερομένους πληροφορίες ως προς τα διατιθέμενα περιουσιακά στοιχεία, την επιχειρηματική δραστηριότητα, τις εκκρεμείς συμβάσεις και τα εργασιακά θέματα και τις σχέσεις του οφειλέτη που αφορούν το διατιθέμενο λειτουργικό σύνολο, καθώς και πρόσβαση στους ενδιαφερομένους αγοραστές στα στοιχεία της εταιρείας. Η παροχή σύμμετρης πληροφορήσεως προς όλους τους ενδιαφερομένους γίνεται με ευθύνη του συνδίκου.

8. Εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από τη λήξη της διαδικασίας, σύμφωνα με τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, ο σύνδικος συντάσσει έκθεση, η οποία αναφέρει τον πλειοδότη. Η έκθεση αυτή δημοσιοποιείται.

 

Άρθρο 159

Έγκριση ή απόρριψη της συναλλαγής

1. Μέσα σε έναν (1) μήνα από τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό συνέρχεται αμελλητί, έπειτα από πρόσκληση του συνδίκου, η συνέλευση των πιστωτών, η οποία εγκρίνει ή απορρίπτει τη συναλλαγή. Η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να εγκρίνει τη συναλλαγή, υπό τον όρο βελτίωσης της προσφοράς ως προς το ύψος του προσφερόμενου τιμήματος, οπότε ο πλειοδότης υποχρεούται να υποβάλλει τη νέα βελτιωμένη προσφορά εντός δέκα (10) ημερών από την πρόσκληση του συνδίκου. Σε περίπτωση εγκριτικής απόφασης ή υποβολής βελτιωμένης προσφοράς με το τίμημα που αποφασίστηκε από τη συνέλευση των πιστωτών, ο σύνδικος μεταβιβάζει το εκπλειστηριαζόμενο λειτουργικό σύνολο στον πλειοδότη, σύμφωνα με τους όρους της εγκριτικής απόφασης της συνέλευσης των πιστωτών. Σε περίπτωση μη λήψης εγκρίσεως της συναλλαγής, επέρχονται οι συνέπειες των επομένων παραγράφων, κατά περίπτωση.

2. Σε περίπτωση που ο διαγωνισμός αφορά το σύνολο του ενεργητικού της επιχείρησης και δεν κατατέθηκε καμία προσφορά ή δεν κατατέθηκε καμία προσφορά για τα λειτουργικά σύνολα και τα κατ’ ιδίαν περιουσιακά της στοιχεία ή οι κατατεθείσες προσφορές δεν έγιναν δεκτές στο σύνολό τους, η διαδικασία εκποίησης του παρόντος λήγει και ο σύνδικος προχωρά σε εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη σύμφωνα με τη διαδικασία του Κεφαλαίου Γ΄ του παρόντος Μέρους, εκτός αν η συνέλευση των πιστωτών αποφασίσει τη διενέργεια νέου διαγωνισμού εντός της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 161.

3. Σε περίπτωση που δεν κατατέθηκε ή δεν έγινε δεκτή προσφορά για ορισμένα μόνο από τα λειτουργικά σύνολα ή τα κατ’ ιδίαν περιουσιακά της στοιχεία, ο σύνδικος δεν διενεργεί νέο διαγωνισμό ως προς αυτά και περιορίζεται στη διάθεση αυτών για τα οποία ελήφθησαν και έγιναν δεκτές προσφορές, εφαρμόζοντας αναλογικά την διαδικασία του άρθρου 160, εκτός αν η συνέλευση των πιστωτών αποφασίσει τη διενέργεια νέου διαγωνισμού εντός της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 161. Τα περιουσιακά στοιχεία, για τα οποία δεν κατατέθηκε ή δεν έγινε δεκτή προσφορά, εκποιούνται με τη διαδικασία του του Κεφαλαίου Γ΄ του παρόντος Μέρους.

 

Άρθρο 160

Μεταβίβαση του ενεργητικού

1. Μετά τη λήψη της απόφασης της συνέλευσης των πιστωτών της παρ. 1 του άρθρου 161 ο σύνδικος απευθύνει εγγράφως προς τον αγοραστή ή τους αγοραστές σχετική πρόσκληση για υπογραφή της σύμβασης μεταβίβασης που περιλήφθηκε στην πρόσκληση και καταβολή του τιμήματος εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών. Η παραπάνω σύμβαση επέχει θέση τελεσίδικης κατακύρωσης των άρθρων 1003 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

2. Η πώληση γίνεται αντί συνολικού τιμήματος. Αν όμως υπάρχουν εμπράγματα δικαιώματα ή άλλα προνόμια επί ακινήτων ή κινητών ή επί άλλων ειδικών περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, πρέπει να καθορίζεται στο συμβόλαιο ποιο ποσό από το συνολικό τίμημα αντιστοιχεί σε καθένα από αυτά.

3. Εφόσον το τίμημα καταβληθεί εμπροθέσμως, ο σύνδικος συντάσσει αμελλητί πράξη εξόφλησης. Η πράξη αυτή προσαρτάται στη σύμβαση μεταβίβασης, επέχει θέση περίληψης έκθεσης κατακύρωσης του άρθρου 1005 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμοζομένων ως προς αυτήν αναλόγως όσων ισχύουν επί της τελευταίας και έχει, στην περίπτωση μεταβίβασης ακινήτων, ως άμεση έννομη συνέπεια, μετά τη μεταγραφή της και το σχετικό αίτημα προς τον υποθηκοφύλακα ή το κτηματολογικό γραφείο κατά τα οριζόμενα για την πράξη μεταγραφής ακινήτων, την εξάλειψη και διαγραφή των υπέρ τρίτων βαρών. Αντιστοίχως, η πράξη εξόφλησης έχει ως άμεση έννομη συνέπεια, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος στον υπεύθυνο για την τήρηση του δημοσίου βιβλίου ενεχύρων κινητών, την εξάλειψη και διαγραφή των υπέρ τρίτων βαρών επί του μεταβιβαζομένου κινητού.

 

Άρθρο 161

Περάτωση διαδικασίας εκποίησης του συνόλου ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων

1. Σε περίπτωση που παρέλθουν δεκαοκτώ (18) μήνες από την κήρυξη της πτώχευσης και δεν εκκρεμεί πλειοδοτική διαδικασία για την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της επιχείρησης ή περιουσιακών στοιχείων, η διαδικασία εκποίησης του παρόντος κεφαλαίου θεωρείται ότι έχει λήξει και ο σύνδικος προχωρά σε εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Γ΄ του παρόντος Μέρους.

2. Οι συνέπειες της παρ. 1 δεν επέρχονται, αν η συνέλευση των πιστωτών, έπειτα από απόφαση της πλειοψηφίας επί του συνόλου των εκπροσωπούμενων στη συνέλευση απαιτήσεων, αποφασίσει την παράταση της εκποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, και τη διενέργεια νέων διαγωνισμών για χρονικό διάστημα καθοριζόμενο στην απόφαση της συνέλευσης, το οποίο δύναται να παραταθεί εκ νέου με απόφαση της συνέλευσης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤ’ ΙΔΙΑΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

 

Άρθρο 162

Γενικές διατάξεις για την κατ’ ιδίαν εκποίηση

1. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται στην εκποίηση ακινήτων, πλοίων και αεροσκαφών του οφειλέτη, ανεξαρτήτως αξίας, καθώς και στην εκποίηση κινητών ή ομάδων κινητών του οφειλέτη, η αξία καθενός από τα οποία είναι τουλάχιστον ίση με πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, σύμφωνα με τη μέση τιμή των εκτιμήσεων των πιστοποιημένων εκτιμητών της παρ. 4. Σε περίπτωση ακινήτων, στα οποία έχουν εγκατασταθεί βιομηχανικές, βιοτεχνικές, ξενοδοχειακές ή τουριστικές επιχειρήσεις ή άλλες παραγωγικές μονάδες που διαθέτουν εξοπλισμό και αποτελούν οικονομικό σύνολο, τα ακίνητα μπορούν να εκποιούνται μαζί με τα παραρτήματά τους. Αν περισσότερα ακίνητα παρουσιάζουν λειτουργική ενότητα για την εξυπηρέτηση της επιχείρησης ή της παραγωγικής μονάδας που έχει εγκατασταθεί σε ένα από αυτά, μπορούν να εκποιούνται από κοινού.

2. α) Εφόσον υπάρχει βεβαρυμμένο πράγμα και δεν έχει εκκινήσει η διαδικασία εκτέλεσης μέσα σε εννέα (9) μήνες από την κήρυξη της πτώχευσης, ο σύνδικος ακολουθεί και ως προς αυτά τη διαδικασία του παρόντος Κεφαλαίου Γ΄ μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος της παρούσας.

β) Σε περίπτωση που η εκτέλεση επισπεύδεται από τους ενέγγυους πιστωτές και καθυστερεί σε βλάβη των πιστωτών, ο εισηγητής, μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να δώσει άδεια στον σύνδικο να εκποιήσει το πράγμα κατά τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου Γ΄.

3. Για κάθε εκποιούμενο πράγμα ή κατηγορία πραγμάτων, ο σύνδικος δημοσιοποιεί διακήρυξη περί διενέργειας πλειστηριασμού. Η διακήρυξη περιέχει σύντομη περιγραφή του πράγματος, την τιμή πρώτης προσφοράς, την ημέρα του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά τριάντα (30) ημέρες μετά την ημέρα της δημοσιοποίησης της διακήρυξης και όχι πάντως μετά την παρέλευση σαράντα πέντε (45) ημερών από την ημέρα αυτή, το όνομα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία. Ως υπάλληλος του πλειστηριασμού ορίζεται συμβολαιογράφος, διορισμένος στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου όπου βρίσκεται το πράγμα ή του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την ημέρα της διακήρυξης, ο σύνδικος καταθέτει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού αντίγραφο αυτής.

4. Για την επιλογή της διαδικασίας εκποίησης και για τον προσδιορισμό της τιμής πρώτης προσφοράς, ο σύνδικος προσλαμβάνει δύο πιστοποιημένους εκτιμητές της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α΄ 107). Ως τιμή πρώτης προσφοράς τίθεται η μέση τιμή των εκτιμήσεων των πιστοποιημένων εκτιμητών της παρούσας.

5. Δεν επιτρέπεται ανακοπή ή άλλο ένδικο βοήθημα ή μέσο κατά του προσδιορισμού της τιμής πρώτης προσφοράς.

 

Άρθρο 163

Διαδικασία πλειστηριασμού

1. Τα πράγματα πλειστηριάζονται με ηλεκτρονικά μέσα ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού που ορίστηκε με τη διακήρυξη.

2. Η κυριότητα, διοίκηση και διαχείριση των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού ανήκει στους κατά τόπον αρμοδίους συμβολαιογραφικούς συλλόγους.

3. Τα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού περιέχουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στη διακήρυξη.

4. Στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό λαμβάνουν μέρος υποψήφιοι πλειοδότες που έχουν προηγουμένως πιστοποιηθεί στα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμών. Πλειοδοσία περισσότερων από κοινού δεν είναι δυνατή.

5. Κάθε υποψήφιος πλειοδότης δηλώνει τη συμμετοχή του σε συγκεκριμένο πλειστηριασμό, σύμφωνα με τους όρους αυτού, αφού έχει καταβάλει την εγγύηση της παρ. 1

του άρθρου 965 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και έχει υποβάλει ηλεκτρονικά το πληρεξούσιο της παρ. 2

του άρθρου 1003 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μέχρι ώρα 15:00, δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν την ορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού. Οι προσφορές, με ποινή ακυρότητας, δεν πρέπει να περιλαμβάνουν αίρεση ή όρο, και είναι ανέκκλητες. Το τέλος χρήσης των συστημάτων για τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού καταβάλλεται από τον υπερθεματιστή. Η κατάθεση της εγγύησης, του τέλους χρήσης των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμών και του πλειστηριάσματος γίνεται αποκλειστικά σε ειδικό ακατάσχετο επαγγελματικό λογαριασμό που διατηρείται σε ελληνικό τραπεζικό ίδρυμα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Κάθε υποψήφιος πλειοδότης διορίζει επί ποινή ακυρότητας με ηλεκτρονική δήλωση αντίκλητο που κατοικεί στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου του πράγματος εκτέλεσης μέχρι ώρα 15:00, δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν την ορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού, διαφορετικά αντίκλητος θεωρείται ο γραμματέας του πρωτοδικείου του τόπου του πράγματος. Το τελευταίο εδάφιο εφαρμόζεται, ακόμη και όταν ο πλειστηριασμός διενεργείται ενώπιον συμβολαιογράφου διορισμένου στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους.

6. Ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού μετά το πέρας της προθεσμίας της παρ. 5 ελέγχει τα υποβαλλόμενα αρχεία διαπιστώνει με πράξη του, μέχρι ώρα 17:00 της προηγούμενης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ημέρας, την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους και υποβάλλει στα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού κατάλογο των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να λάβουν μέρος.

7. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί διενεργούνται μόνο εργάσιμη ημέρα, από τις 10:00 έως τις 14:00 ή από τις 14:00 έως τις 18:00. Σε περίπτωση υποβολής προσφοράς κατά το τελευταίο λεπτό του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, ήτοι από ώρα 13:59:00 έως 13:59:59 ή από ώρα 17:59:00 έως 17:59:59, δίδεται αυτόματη παράταση πέντε (5) λεπτών. Για κάθε προσφορά που υποβάλλεται κατά το τελευταίο λεπτό της παράτασης, δίδεται νέα αυτόματη παράταση πέντε (5) λεπτών, εφόσον υποβληθεί μεγαλύτερη προσφορά. Οι παρατάσεις μπορούν να συνεχισθούν για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των δύο (2) ωρών από την ορισθείσα ώρα λήξης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, οπότε ολοκληρώνεται η διαδικασία υποβολής προσφορών. Ηλεκτρονικός πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει από 1ης Αυγούστου έως 31ης Αυγούστου, καθώς και την προηγούμενη και την επομένη εβδομάδα της ημέρας των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών, αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τις επαναληπτικές εκλογές και μόνο για τις περιφέρειες που διεξάγονται τέτοιες.

8. Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός είναι ανοικτού πλειοδοτικού τύπου κατά τον οποίο υποβάλλονται διαδοχικές προσφορές. Οι συμμετέχοντες υποβάλλουν συνεχώς προσφορά μεγαλύτερη από την εκάστοτε μέγιστη έως τον χρόνο λήξης της υποβολής προσφορών. Στα ηλεκτρονικά συστήματα καταγράφονται όλες οι υποβληθείσες κατά τα ανωτέρω προσφορές.

9. Με την υποβολή της προσφοράς, οι υποψήφιοι πλειοδότες ενημερώνονται αμέσως από τα συστήματα για το ποσό της προσφοράς τους, τον ακριβή χρόνο υποβολής της, καθώς και ότι αυτή έχει καταγραφεί. Ο υποψήφιος πλειοδότης ενημερώνεται για την εκάστοτε μέγιστη υποβληθείσα προσφορά.

10. Όλοι οι υποψήφιοι πλειοδότες που λαμβάνουν μέρος στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενημερώνονται αμέσως από τα συστήματα για τυχόν αναστολή, ματαίωση ή διακοπή του πλειστηριασμού, καθώς και για τον λόγο αυτής.

11. Η πλειοδοσία αρχίζει με βάση την τιμή της πρώτης προσφοράς. Δεν μπορούν να πλειοδοτήσουν ο οφειλέτης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και οι υπάλληλοί του. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, αν προβληθεί εγγράφως πριν την έναρξη της διαδικασίας αντίρρηση από τον σύνδικο ή από οποιονδήποτε πλειοδότη, να αποκλείσει από την πλειοδοσία κάθε πρόσωπο εις βάρος του οποίου επισπεύδεται αναπλειστηριασμός, εφόσον το γεγονός αυτό προκύπτει από δημόσιο έγγραφο ή ομολογείται. Κάθε πλειοδότης οφείλει να καταθέτει, σε μετρητά ή με μεταφορά πίστωσης στον ειδικό τραπεζικό επαγγελματικό λογαριασμό του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή με εγγυητική επιστολή τράπεζας, διάρκειας τουλάχιστον ενός (1) μήνα ή με επιταγή που έχει εκδοθεί από τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα σε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εγγυοδοσία ίση προς το τριάντα τοις εκατό (30%) της τιμής της πρώτης προσφοράς, αλλά όχι μικρότερη των χιλίων (1.000) ευρώ. Αν υπερθεματιστής αναδείχθηκε άλλος ή αν η κατακύρωση ματαιώθηκε από οποιονδήποτε λόγο, η εγγυοδοσία επιστρέφεται σε εκείνον που την είχε καταθέσει αμέσως μετά το πέρας του πλειστηριασμού.

12. Μετά τη λήξη της διαδικασίας υποβολής των πλειοδοτικών προσφορών, ανακοινώνεται το αποτέλεσμα του πλειστηριασμού μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων. Όσοι έχουν λάβει μέρος στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενημερώνονται αμελλητί για το αποτέλεσμά του. Ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού συντάσσει την έκθεση της παρ.13, κατακυρώνοντας τα πράγματα στον πλειοδότη.

13. Τα πράγματα που πλειστηριάζονται κατακυρώνονται στον πλειοδότη που προσφέρει τη μεγαλύτερη τιμή. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού πρέπει να καταχωρίζει στην έκθεσή του όλες τις προσφορές που έγιναν.

14. Ο υπερθεματιστής έχει υποχρέωση να καταβάλει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το πλειστηρίασμα σε μετρητά ή με μεταφορά πίστωσης στον ειδικό τραπεζικό επαγγελματικό λογαριασμό του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή με επιταγή έκδοσης τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, την τρίτη εργάσιμη μέρα από τον πλειστηριασμό και αμέσως μετά καταρτίζεται το συμβόλαιο μεταβίβασης του πράγματος σε αυτόν. Η μεταβίβαση του πράγματος στον υπερθεματιστή δεν μπορεί να γίνει πριν αυτός καταβάλει το πλειστηρίασμα και το τέλος χρήσης. Εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αποδίδει το τέλος χρήσης στον οικείο συμβολαιογραφικό σύλλογο του οποίου αυτός είναι μέλος. Εντός τριών (3) εργασίμων ημερών, μέρος του ανωτέρω ποσού, το οποίο καθορίζεται με την απόφαση της παρ. 20, αποδίδεται από τον οικείο συμβολαιογραφικό σύλλογο στο Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Οι ειδικότεροι όροι της τήρησης των επαγγελματικών τραπεζικών λογαριασμών των υπαλλήλων των πλειστηριασμών ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης.

15. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, το αργότερο την πέμπτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, να καταθέσει το πλειστηρίασμα στον λογαριασμό της παρ. 1 του άρθρου 144.

16. Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει εμπροθέσμως το πλειστηρίασμα και το τέλος χρήσης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει μέσα στις επόμενες δύο (2) εργάσιμες ημέρες να τον οχλήσει με εξώδικη πρόσκληση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή.

17. Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει το πλειστηρίασμα μέσα στις επόμενες από την όχληση πέντε (5) εργάσιμες ημέρες, η κατακύρωση σε αυτόν ανατρέπεται, η εγγυοδοσία που έχει καταθέσει καταπίπτει, καλούνται δε οι επόμενοι πλειοδότες, η προσφορά των οποίων, αθροιζομένη με το ποσό της εγγυοδοσίας που κατέπεσε, είναι ίση με το πλειστηρίασμα, να καταβάλουν σε τακτή ημέρα που ορίζεται στην πρόσκληση, το ποσό που είχαν προσφέρει. Η πρόσκληση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή. Αν εμφανισθούν περισσότεροι ενδιαφερόμενοι συντάσσεται σχετική έκθεση από τον συμβολαιογράφο και η κατακύρωση γίνεται σε εκείνον που είχε προσφέρει κατά τον πλειστηριασμό το μεγαλύτερο ποσόν. Το πλειστηρίασμα συνίσταται στο άθροισμα του ποσού που καταβλήθηκε και της εγγυοδοσίας του αρχικού υπερθεματιστή που κατέπεσε. Αν, κατά την ελεύθερη κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, η κατά τα προηγούμενα εδάφια πρόσκληση των επόμενων πλειοδοτών είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής για λόγους που εκτίθενται σε σχετική έκθεση, καθώς και σε κάθε περίπτωση που η διαδικασία αυτή δεν τελεσφόρησε, γίνεται αναπλειστηριασμός κατά τις διατάξεις των επόμενων εδαφίων. Η επίσπευση του αναπλειστηριασμού γίνεται είτε με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή από τον σύνδικο ή από οποιονδήποτε από τους αναγγελθέντες. Ο αναπλειστηριασμός επισπεύδεται με πράξη του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή με δήλωση προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού του συνδίκου ή αναγγελθέντος, για την οποία συντάσσεται πράξη που περιέχει τα στοιχεία της διακήρυξης. Η πράξη δημοσιοποιείται με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Η διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 959 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζεται αναλόγως και η σχετική προθεσμία υπολογίζεται αφότου συνταχθεί η πράξη. Ο αρχικός υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε το πλειστηρίασμα, δεν μπορεί να πλειοδοτήσει, δικαιούται όμως, έως ότου αρχίσει η πλειοδοσία, να καταβάλει το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με τον τόκο υπερημερίας, καθώς και τα έξοδα του αναπλειστηριασμού και να ζητήσει να του κατακυρωθεί το πράγμα.

18. Αν κατά τον αναπλειστηριασμό δεν επιτευχθεί το ίδιο πλειστηρίασμα, ο πρώτος υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε, ευθύνεται για τη διαφορά εντόκως, με το επιτόκιο υπερημερίας. Η εγγυοδοσία που είχε καταθέσει, με τους τυχόν τόκους της, καταλογίζεται στη διαφορά για την οποία ευθύνεται. Αν απομένει επιπλέον διαφορά, η έκθεση του αναπλειστηριασμού αποτελεί εναντίον του τίτλο εκτελεστό για τη συμπλήρωση. Αν έγιναν περισσότεροι αναπλειστηριασμοί, όλοι οι προηγούμενοι διαδοχικοί υπερθεματιστές, που δεν κατέβαλαν, εξακολουθούν να ευθύνονται εις ολόκληρον για την τυχόν διαφορά μεταξύ του αρχικού πλειστηριάσματος και του πλειστηριάσματος που τελικά επιτεύχθηκε και καταβλήθηκε, χωρίς όμως η ευθύνη του καθενός να υπερβαίνει το ποσόν της διαφοράς από τη δίκη του οφειλή. Οι εγγυοδοσίες που είχαν κατατεθεί από τους προηγούμενους διαδοχικούς υπερθεματιστές δεν επιστρέφονται έως ότου καταβληθεί το πλειστηρίασμα από τον τελικό υπερθεματιστή, προκειμένου να γίνει ο ως άνω καταλογισμός στην τυχόν διαφορά. Ο υπερθεματιστής που δεν κατέβαλε δεν δικαιούται, αν κατά τον αναπλειστηριασμό επιτεύχθηκε μεγαλύτερο πλειστηρίασμα, να απαιτήσει το επιπλέον.

19. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί, αν κρίνει ότι υπάρχει ανάγκη, να ζητεί κατά τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις συνδρομή και προστασία αστυνομικού οργάνου, στο οποίο παρέχει τις αναγκαίες οδηγίες και υποβάλλει αιτήματα για την τήρηση της τάξης και την αποκατάσταση της ομαλής διενέργειας και συνέχισης του πλειστηριασμού.

 

Άρθρο 164

Επανάληψη πλειστηριασμού

1. Εφόσον ο πλειστηριασμός κηρυχθεί άγονος, επαναλαμβάνεται σε ημερομηνία που ορίζεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, μέσα σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα που ο πλειστηριασμός κηρύχθηκε άγονος. Η ημερομηνία του νέου πλειστηριασμού δημοσιοποιείται με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.

2. Στην επαναληπτική διαδικασία, η τιμή πρώτης προσφοράς μειώνεται στα 3/4 της μέσης τιμής των εκτιμήσεων των πιστοποιημένων εκτιμητών του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 162 και σε περίπτωση που απαιτηθεί επανάληψη, διεξάγεται σύμφωνα με την παρ. 1,

με τιμή πρώτης προσφοράς ίση προς το 1/2 της μέσης τιμής των εκτιμήσεων των πιστοποιημένων εκτιμητών του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 162.

3. Σε περίπτωση που και ο πλειστηριασμός της παρ. 2

αποβεί άγονος, ο σύνδικος υποβάλλει αμελλητί στον εισηγητή αίτηση για τη μείωση της τιμής πρώτης προσφοράς ή την έγκριση όρων που θα διευκολύνουν την εκποίηση του πράγματος, συμπεριλαμβανομένου αιτήματος για ελεύθερη εκποίηση με συγκεκριμένο τίμημα ή διενέργειας ελέγχου της νομικής ή πραγματικής κατάστασης. Ο εισηγητής αποφαίνεται επί της αίτησης του συνδίκου με αιτιολογημένη διάταξη, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου. Η διάταξη του εισηγητή εκδίδεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την υποβολή της αίτησης του συνδίκου.

4. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η μεταβίβαση του πράγματος μέσα σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες από την έκδοση της διάταξης του εισηγητή, ο σύνδικος επαναλαμβάνει τον πλειστηριασμό, χωρίς τιμή πρώτης προσφοράς. Σε περίπτωση που και αυτός ο πλειστηριασμός αποβεί άγονος, η κυριότητα του πράγματος περιέρχεται στο Δημόσιο με απόφαση του εισηγητή κατόπιν εισήγησης του συνδίκου, εφόσον ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο. Εφόσον ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, το πράγμα περιέρχεται στον οφειλέτη, αν δεν υπάρχουν οφειλές προς το Δημόσιο ή τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης. Αν υπάρχουν τέτοιες οφειλές, η κυριότητα του πράγματος περιέρχεται στο Δημόσιο με απόφαση του εισηγητή κατόπιν εισήγησης του συνδίκου. Η απόφαση αυτή μεταγράφεται με επιμέλεια του συνδίκου στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο, υποθηκοφυλακείο, νηολόγιο ή άλλο δημόσιο μητρώο, εφόσον απαιτείται.

5. Πριν την περιέλευση του πράγματος στο Δημόσιο ή στον οφειλέτη ο σύνδικος δημοσιεύει ανακοίνωση ότι πρόκειται το πράγμα να μεταβιβαστεί στο Δημόσιο. Εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών οποιοσδήποτε πιστωτής μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων στον σύνδικο. Στην περίπτωση αυτή επαναλαμβάνεται ο πλειστηριασμός χωρίς τιμή πρώτης προσφοράς και αν και αυτός ο πλειστηριασμός κηρυχθεί άγονος, το πράγμα περιέρχεται οριστικά στο Δημόσιο ή στον οφειλέτη κατά περίπτωση.

 

Άρθρο 165

Διαδικασία εκποίησης κινητών μικρής αξίας

Τα κινητά του οφειλέτη αξίας μικρότερης από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, σύμφωνα με τη μέση τιμή των εκτιμήσεων των πιστοποιημένων εκτιμητών της παρ. 4 του άρθρου 162, εκποιούνται ως μία ή περισσότερες ομάδες πραγμάτων, όπως προβλέπεται στα άρθρα 162 έως και 164.

 

Άρθρο 166

Αντιστοιχία προς τις πράξεις εκτελέσεως του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Στην περίπτωση των κινητών, με την καταβολή του πλειστηριάσματος και του τέλους χρήσης, σύμφωνα με το άρθρο 163, το κατακυρωμένο πράγμα παραδίδεται στον υπερθεματιστή. Στην περίπτωση των ακινήτων μετά την καταβολή του πλειστηριάσματος και του τέλους χρήσης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δίνει στον υπερθεματιστή την περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατακύρωση και αφού μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα επί του ακινήτου. Ισχύουν αναλογικά όσα ορίζονται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μετά την κατακύρωση κινητών και ακινήτων, στο μέτρο που δεν προβλέπεται άλλως στον παρόντα νόμο.

 

Άρθρο 167

Διανομή εκπλειστηριάσματος και πίνακας κατάταξης

1. Ο σύνδικος διανέμει στους πιστωτές το εκπλειστηρίασμα, καθώς και κάθε ποσό που εισέπραξε κατά οποιονδήποτε τρόπο για λογαριασμό της πτωχεύσεως, σύμφωνα με τον πίνακα πτωχευτικών πιστωμάτων. Με άδεια του εισηγητή μπορεί ο σύνδικος να προβεί και σε προσωρινές διανομές. Από το εκπλειστηρίασμα προαφαιρούνται τα ποσά που απαιτούνται για την ικανοποίηση των δικαστικών εξόδων, των εξόδων διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας και των ομαδικών πιστωμάτων.

2. Ο σύνδικος συντάσσει πίνακα κατάταξης για κάθε προσωρινή διανομή, στον οποίο αναφέρει το ποσό ικανοποίησης κάθε απαίτησης από τη συγκεκριμένη προσωρινή διανομή, καθώς και τα προαφαιρούμενα ποσά και σχετική αιτιολογία. Ο πίνακας κατάταξης υποβάλλεται στον εισηγητή, ο οποίος τον κηρύσσει εκτελεστό και τον δημοσιεύει. Αν εκτός από τις απαιτήσεις των υποπερ. αα΄ και αγ΄ της περ. α΄ της παρούσας υπάρχουν άλλες απαιτήσεις με γενικό προνόμιο ή ειδικό προνόμιο ή ανέγγυες απαιτήσεις, η κατάταξη κατ’ άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας χωρεί μετά την ολοσχερή ικανοποίηση των ανωτέρω απαιτήσεων των υποπερ. αα΄ έως αγ΄ της περ. α΄. Η κατάταξη των πιστωτών γίνεται κατά αναλογική εφαρμογή των άρθρων 975 ως 978 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τις ακόλουθες τροποποιήσεις:

α) αα) Προστίθενται ως πρώτη τάξη των γενικών προνομίων του άρθρου 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας οι απαιτήσεις από χρηματοδοτήσεις οποιασδήποτε φύσεως προς την επιχείρηση του οφειλέτη, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητας και των πληρωμών της, η διάσωσή της και η διατήρηση ή επαύξηση της περιουσίας της, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης.

αβ) Το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις προσώπων που, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης, συνεισέφεραν αγαθά ή υπηρεσίες προς τον σκοπό συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης και των πληρωμών, για την αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών που συνεισέφεραν.

αγ) Το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις από χρηματοδότηση κάθε φύσης και παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς την επιχείρηση του οφειλέτη που χορηγούνται για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου και γεννώνται κατά το χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης, το οποίο μπορεί να απέχει έως έξι (6) μήνες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης επικύρωσης. Το προνόμιο της παρούσας υφίσταται ανεξάρτητα από την επικύρωση ή μη της συμφωνίας εξυγίανσης, εφόσον οι σκοποί των χρηματοδοτήσεων ή των παροχών και η ύπαρξη του προνομίου προβλέπονται ρητά στη συμφωνία εξυγίανσης ή σε συμβάσεις που καταρτίζονται κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα.

αδ) Τα προνόμια της περ. α΄ δεν αφορούν σε μετόχους ή εταίρους για τις εισφορές τους σε μετρητά ή σε είδος στο πλαίσιο αύξησης του κεφαλαίου του οφειλέτη.

β) Επί πωλήσεως της επιχείρησης ως συνόλου, σύμφωνα με τα άρθρα 158-161, αν υπάρχουν ειδικοί προνομιούχοι πιστωτές επί κατ’ ιδίαν αντικειμένων της περιουσίας του οφειλέτη, κατατάσσονται ειδικά επί του ποσού του μέρους του τιμήματος που αντιστοιχεί στο μεταβιβασθέν στοιχείο επί του οποίου υπάρχει το ειδικό προνόμιο, του οποίου η αξία υπολογίζεται για την κατάταξή τους.

3. Εφόσον υποβληθεί από τον σύνδικο σχέδιο περιοδικών πληρωμών κατά την παρ. 2 του άρθρου 92, τα ποσά των πληρωμών του σχεδίου διανέμονται από τον σύνδικο συμμέτρως στους πιστωτές.

 

Άρθρο 168

Ανακοπές κατά του πίνακα κατάταξης

1. Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης του άρθρου 167 έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ο οφειλέτης, καθώς και οι αναγγελθέντες πιστωτές, τόσο ως προς την επαλήθευση, συνεπώς ως προς το περιεχόμενο του πίνακα πτωχευτικών πιστωμάτων του άρθρου 156, όσο και ως προς την κατάταξη. Η ανακοπή ασκείται εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από τη δημοσιοποίηση του πίνακα κατάταξης κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 167.

2. Περισσότερες ανακοπές εισάγονται από κοινού και στο σύνολό τους, εντός είκοσι (20) ημερών από την δημοσιοποίηση του πίνακα κατάταξης, ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως. Στη συζήτηση κλητεύονται ο οφειλέτης και οι πιστωτές, οι απαιτήσεις των οποίων αμφισβητήθηκαν, με επιμέλεια του συνδίκου. Στη διαδικασία μπορεί να παρέμβει όποιος έχει έννομο συμφέρον.

3. Αν δεν ασκηθούν ανακοπές κατά του πίνακα κατάταξης, ο σύνδικος διανέμει αμέσως το εκπλειστηρίασμα. Σε διαφορετική περίπτωση, η πληρωμή γίνεται μόνο προς τους καταταγέντες πιστωτές, των οποίων η κατάταξη δεν προσβλήθηκε. Το ποσό στο οποίο έγινε η κατάταξη του αμφισβητούμενου πιστωτή διατηρείται, μέχρι η κατάταξη του πιστωτή να γίνει τελεσίδικη. Ο εισηγητής μπορεί, μετά από αίτηση εκείνου του οποίου η κατάταξη προσβλήθηκε, να διατάξει την πληρωμή προς αυτόν, με τον όρο καταβολής εγγυοδοσίας. Κατ’ εξαίρεση, για τις απαιτήσεις του Δημοσίου εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 58 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90).

 

Άρθρο 169

Συνέπειες χρονικής σειράς εκποιήσεων ακινήτων και κινητών - κατάταξη ενυπόθηκων

1. Αν το προϊόν εκποίησης των ακινήτων διανεμηθεί πριν το προϊόν εκποίησης των κινητών ή και συγχρόνως, οι ενυπόθηκοι πιστωτές, που δεν έχουν πλήρως εξοφληθεί από το τίμημα των ακινήτων, συντρέχουν ως προς το οφειλόμενο υπόλοιπο σε κάθε διανομή με τους ανέγγυους πιστωτές, με την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις των προνομιούχων πιστωτών έχουν επαληθευθεί στα χρέη της πτώχευσης.

2. Αν πριν τη διανομή του τιμήματος των ακινήτων πραγματοποιηθούν χρηματικές διανομές από την εκποίηση των κινητών ή χρηματικά διαθέσιμα του οφειλέτη, οι πιστωτές με ειδικό προνόμιο (συμπεριλαμβανομένων των ενυπόθηκων πιστωτών) των οποίων οι απαιτήσεις έχουν επαληθευθεί, συμμετέχουν στις διανομές αυτές στο σύνολο των πιστωμάτων τους, οπότε όμως επέρχονται οι συνέπειες των παρ. 5 και 6.

3. Αν οι γενικοί προνομιούχοι ή οι ενυπόθηκοι πιστωτές καταταγούν στο τίμημα των ακινήτων για το σύνολο των πιστώσεών τους, το οποίο εισπράττουν, η ανέγγυα ομάδα υποκαθίσταται στη θέση τους κατά τα ποσά που αυτοί εισπράττουν σύμφωνα με την παρ. 2.

4. Αν οι ενυπόθηκοι πιστωτές καταταγούν στο τίμημα των ακινήτων για μέρος μόνον των απαιτήσεών τους, για το υπόλοιπο κατατάσσονται ως ανέγγυοι με τους λοιπούς πιστωτές.

5. Σε περίπτωση που οι γενικοί προνομιούχοι ή οι ενυπόθηκοι πιστωτές έχουν εισπράξει, κατά την παρ. 2 περισσότερα από την οριστική τους αναλογία κατά το παρόν άρθρο, οι ανέγγυοι πιστωτές υποκαθίστανται στη θέση τους για το επιπλέον της οριστικής τους αναλογίας εισπραχθέν ποσόν.

6. Όσοι από τους ενυπόθηκους πιστωτές δεν καταταγούν επωφελώς στο τίμημα, θεωρούνται ανέγγυοι πιστωτές.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 170

Φορολογικές και διοικητικές διευκολύνσεις - εξαιρετικές διατάξεις

1. Η ωφέλεια των νομικών προσώπων, καθώς και των φυσικών προσώπων που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, και η οποία προκύπτει από τη διαγραφή ή ρύθμιση μέρους ή του συνόλου των χρεών τους ως αποτέλεσμα:

α. Αναδιάρθρωσης οφειλών στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών του Κεφαλαίου Α΄ του Μέρους Δευτέρου του Πρώτου Βιβλίου, ή

β. συμφωνίας εξυγίανσης του Κεφαλαίου Β΄ του Μέρους Δευτέρου του Πρώτου Βιβλίου, ανεξάρτητα από τη συναίνεση του οικείου πιστωτή, ή

γ. απαλλαγής που προβλέπεται στα άρθρα 192 έως 196, δεν θεωρείται δωρεά και δεν αποτελεί εισόδημα. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται ως ειδικότερη κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, συμπεριλαμβανομένης της παρ. 6 του άρθρου 21, του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 και της παρ. 2 του άρθρου 47 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167), καθώς και του άρθρου 62 του ν. 4389/2016 (A΄ 94).

2. H ωφέλεια των φυσικών προσώπων που δεν εμπίπτουν στην παρ. 1 και προκύπτει από τη διαγραφή ή ρύθμιση μέρους ή του συνόλου των χρεών τους ως αποτέλεσμα:

α. Αναδιάρθρωσης οφειλών στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών του Κεφαλαίου Α΄ του Μέρους Δευτέρου του Πρώτου Βιβλίου, ή

β. απαλλαγής που προβλέπεται στα άρθρα 192 έως 196, δεν θεωρείται δωρεά και δεν αποτελεί εισόδημα κατά την έννοια του άρθρου 5 του ν. 4172/2013.

3. Το κέρδος από τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη κατ’ εφαρμογή συμφωνίας εξυγίανσης σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β΄ του Μέρους Δευτέρου του Πρώτου Βιβλίου του παρόντος νόμου ή της εκκαθάρισης του Κεφαλαίου Α΄ του Πέμπτου Μέρους του Δευτέρου Βιβλίου του παρόντος νόμου απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων.

4. Κάθε σύμβαση που συνάπτεται και κάθε πράξη που ενεργείται στο πλαίσιο της πτωχευτικής εκκαθάρισης του Κεφαλαίου Α΄ του Πέμπτου Μέρους του Δευτέρου Βιβλίου, της εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών του Κεφαλαίου Α΄ του Μέρους Δευτέρου του Πρώτου Βιβλίου ή της συμφωνίας εξυγίανσης του Κεφαλαίου Β΄ του Μέρους Δευτέρου του Πρώτου Βιβλίου, ή της άσκησης του δικαιώματος του άρθρου 219 του παρόντος νόμου, οι συνεπεία αυτής επιμέρους μεταβιβάσεις, οι μεταγραφές και κάθε άλλη πράξη για την πραγμάτωση τους, απαλλάσσονται από τέλη χαρτοσήμου και κάθε άλλο έμμεσο φόρο ή τέλος (πλην Φ.Π.Α. για τον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. και του Φ.Μ.Α.). Οι απαλλαγές αυτές επέρχονται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται η υποβολή οποιασδήποτε σχετικής δήλωσης στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). Στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, να μνημονεύονται ούτε να προσαρτώνται πιστοποιητικά της φορολογικής διοίκησης οποιασδήποτε μορφής ή χρήσης, ούτε οποιασδήποτε άλλης δημόσιας υπηρεσίας, οργανισμού ή εταιρείας ή των Ο.Τ.Α. κάθε βαθμού, ούτε βεβαιώσεις ή υπεύθυνες δηλώσεις τρίτων προβλεπόμενες σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου. Κατ’ εξαίρεση γίνεται μνεία και προσαρτώνται αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος για τα μεταβιβαζόμενα δικαιώματα σε ακίνητα περιοχών στις οποίες υφίσταται κτηματολόγιο και τοπογραφικό διάγραμμα του άρθρου 5

του ν. 651/1977 (Α΄ 207), όπου απαιτείται κατά την κείμενη νομοθεσία. Οι υποθηκοφύλακες και προϊστάμενοι κτηματολογικών γραφείων καταχωρούν υποχρεωτικά τη σύμβαση μεταβίβασης στα οικεία βιβλία, κατά τα παραπάνω κατ’ εξαίρεση προβλεπόμενα. Τα προηγούμενα εδάφια εφαρμόζονται και σε περιπτώσεις συμβολαιογραφικών πράξεων που αφορούν σε δικαιοπραξίες του συνδίκου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και αφορούν τον οφειλέτη.

5. Οι διατάξεις της περ. γ΄ της παρ. 4 του άρθρου 26 του ν. 4172/2013 ισχύουν και για τις συμφωνίες εξωδικαστικού συμβιβασμού και εξυγίανσης του Κεφαλαίου Α΄ και του Κεφαλαίου Β΄ του Μέρους Δευτέρου του Πρώτου Βιβλίου, αντιστοίχως.

6. Κάθε σύμβαση που συνάπτεται και κάθε πράξη που ενεργείται κατά τα άρθρα 64, 160, ή 219, οι συνεπεία αυτής επιμέρους μεταβιβάσεις, οι μεταγραφές και κάθε άλλη πράξη για την πραγμάτωσή τους, απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα του Δημοσίου ή τρίτων, καθώς και τελών χαρτοσήμου με εξαίρεση τον Φ.Π.Α. για τον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α.. Οι απαλλαγές αυτές επέρχονται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται και η υποβολή οποιασδήποτε σχετικής δήλωσης στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.).

7. Ο σύνδικος δεν απαιτείται να προσκομίσει πιστοποιητικά φορολογικής ή ασφαλιστικής ενημερότητας του οφειλέτη ή οποιαδήποτε άλλα πιστοποιητικά για τη λήψη δανείων, πιστοδοτήσεων και χρηματοδοτήσεων οποιασδήποτε μορφής, ή για οποιαδήποτε συναλλαγή του γενικά με το Δημόσιο. Κατ’ εξαίρεση προσκομίζεται το πιστοποιητικό του άρθρου 54Α του Κ.Φ.Δ., στις περιπτώσεις που αυτό απαιτείται.

8. Σε σύμβαση μεταβίβασης που συνάπτεται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, δεν απαιτείται, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, να μνημονεύονται ή να προσαρτώνται πιστοποιητικά της φορολογικής διοίκησης οποιασδήποτε μορφής ή χρήσης, ούτε οποιασδήποτε άλλης δημόσιας υπηρεσίας, οργανισμού ή εταιρείας ή των Ο.Τ.Α. ή πολεοδομική αρχή κάθε βαθμού, ούτε βεβαιώσεις ή υπεύθυνες δηλώσεις τρίτων προβλεπόμενες σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου. Κατ’ εξαίρεση γίνεται μνεία και προσαρτώνται αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος για τα μεταβιβαζόμενα δικαιώματα σε ακίνητα περιοχών στις οποίες λειτουργεί κτηματολόγιο και τοπογραφικό διάγραμμα του άρθρου 5 του ν. 651/1977 (Α΄ 207), όπου απαιτείται κατά την κείμενη νομοθεσία. Οι υποθηκοφύλακες και προϊστάμενοι κτηματολογικών γραφείων καταχωρούν υποχρεωτικά τη σύμβαση μεταβίβασης στα οικεία βιβλία, κατά τα παραπάνω κατ’ εξαίρεση προβλεπόμενα. Τα προηγούμενα εδάφια εφαρμόζονται και σε περιπτώσεις συμβολαιογραφικών πράξεων που αφορούν σε δικαιοπραξίες του συνδίκου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και αφορούν τον οφειλέτη. Το κύρος της μεταβίβασης δεν εξαρτάται από τη νομική ή πραγματική κατάσταση του πράγματος κατά τη μεταβίβασή του.

 

Άρθρο 171

Λοιπές διευκολύνσεις - περιορισμός δικαιωμάτων και αμοιβών - εξαιρετικές διατάξεις

1. Περιορίζονται στο τριάντα τοις εκατό (30%) των νόμιμων ποσών οι αμοιβές και τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων, των δικηγόρων, των δικαστικών επιμελητών και των υποθηκοφυλάκων για κάθε σύμβαση ή πράξη που αφορά τη διαδικασία πτωχευτικής εκκαθάρισης του Κεφαλαίου Α΄ του Πέμπτου Μέρους του Δευτέρου Βιβλίου, της εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών του Κεφαλαίου Α΄, του Μέρους Δευτέρου του Πρώτου Βιβλίου, της εξυγίανσης του Κεφαλαίου Β΄ του Μέρους Δευτέρου του Πρώτου Βιβλίου, ή την άσκηση του δικαιώματος της παρ. 4 του άρθρου 219.

2. Κάθε μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού διέπεται από τις διατάξεις που αφορούν την καθολική διαδοχή χωρίς ο αποκτών να βαρύνεται με οποιαδήποτε υποχρέωση του οφειλέτη ή ομαδικό πίστωμα, εκτός αν και στον βαθμό που ρητά προβλέπεται διαφορετικά στους όρους της σχετικής δικαιοπραξίας. Τα στοιχεία μεταβιβάζονται στον σύνολό τους ελεύθερα από πάσης φύσης βάρος ή δικαίωμα τρίτου.

3. Κατ’ εξαίρεση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, η κήρυξη της πτώχευσης με αντικείμενο την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής δεν αποτελεί λόγο ανάκλησης διοικητικών αδειών. Με τη μεταβίβαση της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής, συμμεταβιβάζονται αυτοδικαίως στον πλειοδότη και οι διοικητικές άδειες κάθε φύσεως που συνδέονται με τη λειτουργία της επιχείρησης και των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού. Οι άδειες ισχύουν για τον χρόνο που θα ίσχυαν και για την επιχείρηση του οφειλέτη, όχι πάντως για περίοδο μικρότερη από ένα (1) έτος από τη μεταβίβαση ή από τον χρόνο που υποχρεωτικά προβλέπεται η λειτουργία της επιχείρησης από ειδική διάταξη νόμου. Στη συνέχεια εκδίδεται στο όνομα του πλειοδότη από την αρμόδια αρχή επιβεβαιωτική πράξη μεταβίβασης της άδειας. Το ίδιο ισχύει και για τα δικαιώματα μεταλλειοκτησίας που αποτελούν τμήμα του ενεργητικού της επιχείρησης του οφειλέτη.

4. Το άρθρο 479 του Αστικού Κώδικα δεν ισχύει σε περίπτωση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης του οφειλέτη κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου.

5. Με την επιφύλαξη του ν. 3301/2004 (Α΄ 263), η υποβολή της αίτησης πτώχευσης με αντικείμενο την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής, η αποδοχή της, καθώς και η υποβολή αίτησης για λήψη προληπτικών μέτρων και η αποδοχή τους κατά το άρθρο 86 δεν συνιστούν λόγους λύσης, καταγγελίας ή τροποποίησης εκκρεμών συμβάσεων κατά τρόπο επιζήμιο για τον οφειλέτη, δυνάμει σχετικών συμβατικών ρητρών.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ

ΠΤΩΧΕΥΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΑΠΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ

 

Άρθρο 172

Διαδικασία και αρμόδιο δικαστήριο

1. Στις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου της παρ. 2 του άρθρου 78 εφαρμόζεται η απλοποιημένη διαδικασία του παρόντος.

2. Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης είναι το Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κύρια κατοικία του, εφόσον δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 21 και 47 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167), ή το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του, όπως ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 78. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κύρια κατοικία είναι η αναφερόμενη ως κατοικία του οφειλέτη στην τελευταία προ της κατάθεσης αίτησης πτώχευσης φορολογική δήλωσή του. Οι πιστωτές που υποβάλλουν αίτηση πτώχευσης μπορούν να υποβάλλουν αίτηση προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων για λήψη της σχετικής πληροφορίας, η οποία και υποχρεούται να τους την γνωστοποιήσει.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ

 

Άρθρο 173

Αίτηση πτώχευσης μικρού αντικειμένου και ορισμός εισηγητή και διορισμός συνδίκου

1. Η αίτηση πτώχευσης μικρού αντικειμένου υποβάλλεται ηλεκτρονικά, μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, στο οποίο και δημοσιοποιείται για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών. Σε περίπτωση που εντός του χρονικού διαστήματος της παρούσας δεν υποβληθεί παρέμβαση κατά της αίτησης ή υποβληθεί παρέμβαση που αφορά μόνο τον διορισμό συνδίκου, η αίτηση γίνεται δεκτή με μόνη τη διαπίστωση παρέλευσης του χρονικού διαστήματος από το πτωχευτικό δικαστήριο. Με την ίδια απόφαση ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο ο εισηγητής. Ο εισηγητής διορίζει τον σύνδικο, εφόσον δεν προσδιορίζεται στην αίτηση, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις καταχώρησης του άρθρου 178.

2.Για τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου, για τις οποίες υποβάλλει αίτηση ο οφειλέτης, επισυνάπτει σε πρωτότυπο, με ποινή απαραδέκτου αυτής, γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για την αντιμετώπιση των πρώτων εξόδων της πτώχευσης, εκτός εάν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 178. Το ποσό αναλαμβάνεται από τον σύνδικο με άδεια του εισηγητή. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ή παραίτησης από το δικόγραφο, το ποσό επιστρέφει στον οφειλέτη.

 

Άρθρο 174

Περιεχόμενο της αίτησης πτώχευσης

1. Με την αίτησή του ο οφειλέτης υποχρεούται να καταθέσει, με ποινή απαραδέκτου, τις οικονομικές του καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση για την οποία είναι διαθέσιμες.

2. Σε περίπτωση αίτησης φυσικού ή νομικού προσώπου που δεν δημοσιεύει χρηματοοικονομικές καταστάσεις, με την αίτηση κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου η τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος, η δήλωση στοιχείων ακινήτων και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα. Η αίτηση συνοδεύεται από κατάσταση του συνόλου των πιστωτών του και βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που υποστηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία.

3. Ο οφειλέτης υπέχει ως προς τα παραπάνω δηλούμενα στοιχεία ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 952 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

4. Τα έγγραφα υποβάλλονται σε ηλεκτρονικό αντίγραφο. Η αίτηση περιλαμβάνει συναίνεση πρόσβασης στα στοιχεία και στα συνοδευτικά έγγραφα που βρίσκονται σε βάσεις δεδομένων του δημόσιου τομέα ή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

 

Άρθρο 175

Προληπτικά μέτρα

Η αναστολή της παρ. 1 του άρθρου 86 δεν καταλαμβάνει ενέργειες εκτέλεσης ενέγγυων πιστωτών του οφειλέτη επί περιουσιακών στοιχείων επί των οποίων έχουν λάβει εμπράγματη εξασφάλιση.

 

Άρθρο 176

Παύση πληρωμών

1. Τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης του παρόντος άρθρου βρίσκεται σε παύση πληρωμών όταν δεν καταβάλλει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 60% των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.

2. Η επιλεκτική εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην αδυναμία εκπλήρωσης ακόμα και μίας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής.

 

Άρθρο 177

Άσκηση παρέμβασης

1. Οι πιστωτές μπορούν να ασκήσουν παρέμβαση είτε κύρια, αν ζητούν απόρριψη της αίτησης, είτε πρόσθετη, αν, παρότι είναι σύμφωνοι με την αίτηση, αιτούνται τον διορισμό συνδίκου. Εφόσον πιστωτής παρέμβει με υπόδειξη του συνδίκου, σύνδικος διορίζεται ο υποδεικνυόμενος από τον πιστωτή ή, σε περίπτωση περισσότερων της μιας παρεμβάσεων του ιδίου περιεχομένου, ο υποδεικνυόμενος από τον πιστωτή που έχει την υψηλότερη απαίτηση, σύμφωνα με τα στοιχεία στα οποία παρέχεται πρόσβαση μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας.

2. Οι παρεμβάσεις υποβάλλονται ηλεκτρονικά στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Εφόσον υποβληθούν εμπρόθεσμα κύριες παρεμβάσεις, αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων κατατίθενται σε έντυπη μορφή ή ηλεκτρονικά στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο, με μέριμνα του επιμελέστερου των διαδίκων. Αντίγραφο της αίτησης πτώχευσης επιδίδεται, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών, με φροντίδα του διαδίκου που επισπεύδει τη διαδικασία, στα λοιπά διάδικα μέρη.

3. Εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης, τα διάδικα μέρη οφείλουν να καταθέσουν ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου τις προτάσεις τους και το σύνολο των αποδεικτικών εγγράφων.

4. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 3, παρέχεται πρόσθετη προθεσμία πέντε (5) εργάσιμων ημερών σε όλα τα διάδικα μέρη, για την κατάθεση τυχόν προσθήκης αντίκρουσης. Η προσαγωγή ενόρκων βεβαιώσεων επιτρέπεται με αναλογική εφαρμογή των άρθρων 421 επ. του ΚΠολΔ.

5. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 4 ,η διαδικασία ολοκληρώνεται και εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση. Εφόσον το δικαστήριο κηρύξει την πτώχευση, ορίζει εισηγητή και σύνδικο και προσδιορίζει την ημερομηνία της παύσης των πληρωμών.

 

Άρθρο 178

Ανεπάρκεια μη βεβαρυμμένων στοιχείων της περιουσίας του οφειλέτη

1. Εφόσον, σύμφωνα με τα στοιχεία στα οποία παρέχεται πρόσβαση μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, πιθανολογείται ότι τα μη βεβαρυμμένα στοιχεία της περιουσίας του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη, πέραν των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, δεν υπερβαίνουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης της παρ. 5 του άρθρου 92, δεν διορίζεται σύνδικος και ο εισηγητής διατάσσει την καταχώρηση του ονόματος ή της επωνυμίας του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213 και επέρχονται οι συνέπειες της καταχώρησης της παρ. 4 του άρθρου 77.

Την ανεπάρκεια της παρούσας μπορεί να αναδείξει με παρέμβασή του και πιστωτής. Για τη διαπίστωσή της από τον εισηγητή δεν απαιτείται σχετική παρέμβαση.

2. Η καταχώρηση της παρ. 1 δεν επηρεάζει την εξέλιξη της διαδικασίας εκτέλεσης σε βάρος των βεβαρυμμένων στοιχείων από τους ενέγγυους πιστωτές, σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές διατάξεις. Κάθε διαδικαστική ενέργεια ενέγγυου πιστωτή σε εκτέλεση δικαιώματος ενέχυρου, υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης κατά περιουσιακού στοιχείου του καταχωρηθέντα οφειλέτη δημοσιοποιείται με ευθύνη του ενέγγυου πιστωτή στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.

 

Άρθρο 179

Σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας

Με την επιφύλαξη του άρθρου 178, σε κάθε άλλη περίπτωση πτώχευσης μικρού αντικειμένου, εφόσον γίνει αποδεκτή αίτηση πτώχευσης, ο εισηγητής διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας και προσδιορίζει την ημέρα παύσης πληρωμών.

 

Άρθρο 180

Παραίτηση και διορισμός συνδίκου

Εάν στη συνέχεια της διαδικασίας παραιτηθεί σύνδικος που έχει υποδειχθεί από πιστωτή, δικαίωμα υπόδειξης συνδίκου έχει ο ίδιος πιστωτής, εφόσον κοινοποιήσει στον εισηγητή τα στοιχεία του υποδεικνυομένου και την έγγραφη αποδοχή από τον τελευταίο του διορισμού του, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσιοποίηση της παραίτησης. Τον διορισμό του υποδεικνυόμενου συνδίκου αποφασίζει ο εισηγητής με πράξη του, χωρίς άλλη διαδικασία. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο εισηγητής έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα αντικατάστασης του συνδίκου, εφόσον συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του άρθρου 139.

 

Άρθρο 181

Αναγγελίες και επαληθεύσεις των πιστώσεων

Οι αναγγελίες και επαληθεύσεις των πιστώσεων γίνονται σύμφωνα με το Τέταρτο Μέρος του Δεύτερου Βιβλίου. Ο εισηγητής, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους, αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξή του για τις ανακοπές κατά του πίνακα κατάταξης των πιστωτών του άρθρου 156. Κατά της πράξης αυτής του εισηγητή επιτρέπεται, εντός δέκα (10) ημερών, προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα.

 

Άρθρο 182

Παρακράτηση πιστώματος

Αν ασκηθεί εμπροθέσμως ανακοπή επί της πράξης του εισηγητή με την οποία κάνει δεκτό το πίστωμα, σε κάθε διανομή ενεργητικού παρακρατείται ποσό ανάλογο του πιστώματος, μέχρι να αποφανθεί το πτωχευτικό δικαστήριο.

 

Άρθρο 183

Εκποίηση πραγμάτων που υπόκεινται σε φθορά

Η εκποίηση πραγμάτων του άρθρου 140 πραγματοποιείται από τον σύνδικο χωρίς την άδεια του εισηγητή.

 

Άρθρο 184

Ειδικός λογαριασμός

Ο σύνδικος διαχειρίζεται τον ειδικό λογαριασμό του άρθρου 144, αποκλειστικά για τις δαπάνες των εργασιών της πτώχευσης και για τη διανομή στους πιστωτές, χωρίς να απαιτείται άδεια του εισηγητή.

 

Άρθρο 185

Ειδικές προβλέψεις

Τα άρθρα 146, 148, 150, 151 και η παρ. 1 του άρθρου 133 δεν εφαρμόζονται στις διαδικασίες του παρόντος. Σε περίπτωση που απαιτείται η εκπροσώπηση και παράσταση ενώπιον δικαστηρίου, ο σύνδικος μπορεί να αναθέτει τη σχετική εντολή σε δικηγόρο, μετά από σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, ο οποίος καθορίζει και την αμοιβή του, κατ’ εύλογη κρίση, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο.

 

Άρθρο 186

Εκποίηση περιουσιακών στοιχείων

Η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα για την εκποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων του οφειλέτη του Κεφαλαίου Γ΄ του παρόντος.

 

Άρθρο 187

Έφεση

Οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκεινται μόνο σε έφεση.

 

Άρθρο 188

Μη περάτωση της πτώχευσης με την απλοποιημένη διαδικασία

Αν μετά την παρέλευση ενός έτους από την κήρυξη της απλοποιημένης διαδικασίας η πτώχευση δεν έχει περατωθεί, ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στον εισηγητή έκθεση, στην οποία εξηγεί τους λόγους καθυστέρησης της διαδικασίας. Σε περίπτωση που η καθυστέρηση κρίνεται από τον εισηγητή αδικαιολόγητη, ο εισηγητής τον αντικαθιστά με πράξη του.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ

ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΓΕΝΙΚΑ Η ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΟΥ

 

Άρθρο 189

Γενικά

1. Η πτώχευση περατώνεται με την εκποίηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού της και τη διανομή του προϊόντος των εκποιήσεων στους πιστωτές, με την παύση των εργασιών της λόγω της έλλειψης ενεργητικού σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 191 ή λόγω παρέλευσης του οριζόμενου χρόνου σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 191

ή λόγω της εξόφλησης όλων των πτωχευτικών πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τους τόκους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης.

2. Η περάτωση της πτώχευσης λόγω εξόφλησης όλων των πτωχευτικών πιστωτών συνιστά λόγο αναβίωσης του νομικού προσώπου τηρουμένων των διατάξεων του εταιρικού δικαίου.

 

Άρθρο 190

Η λογοδοσία του συνδίκου

Εντός μηνός από την περάτωση της πτώχευσης, με οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους στον παρόντα νόμο τρόπους, ο σύνδικος λογοδοτεί ενώπιον της συνέλευσης των πιστωτών με τη συμμετοχή και του εισηγητή. Ο εισηγητής, λαμβάνοντας υπόψη και τυχόν αποφάσεις της συνέλευσης των πιστωτών, συντάσσει αιτιολογημένη διάταξη επί της λογοδοσίας, η οποία μεταξύ άλλων δύναται να τον απαλλάξει από κάθε ευθύνη και η οποία δημοσιοποιείται και δεν προσβάλλεται με προσφυγή.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΠΑΥΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ

 

Άρθρο 191

Παύση εργασιών πτώχευσης

1. Αν οι εργασίες της πτώχευσης δεν μπορούν να εξακολουθήσουν, λόγω έλλειψης των αναγκαίων χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από έκθεση του εισηγητή και αφού ακούσει τον σύνδικο, μπορεί, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, του πιστωτή ή του συνδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να κηρύξει την παύση των εργασιών της πτώχευσης.

2. Στην περίπτωση της παρ. 1 περατώνεται η πτώχευση, αίρεται η πτωχευτική απαλλοτρίωση και ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του. Οι πιστωτές αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα, εκτός αν ο οφειλέτης έχει απαλλαγεί σύμφωνα με το άρθρο 192, παύει δε το λειτούργημα του συνδίκου και αυτό του εισηγητή. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μετά πάροδο μηνός από τη δημοσιοποίηση της απόφασης της παρ. 1.

3. Μετά παρέλευση πέντε (5) ετών από την κήρυξη της πτώχευσης επέρχονται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση τα αποτελέσματα της παρ. 2.

4. Κατ’ εξαίρεση και μόνο, εάν μέχρι τη συμπλήρωση της ανωτέρω προθεσμίας των πέντε (5) ετών της παρ. 3 έχει συνταχθεί πίνακας διανομής, κατά του οποίου εκκρεμεί ανακοπή, το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο, έχει τη δυνατότητα, να παρατείνει, περαιτέρω, την πτωχευτική διαδικασία, μέχρι την έκδοση αμετακλήτου αποφάσεως, επί της ανακοπής και την, χωρίς καθυστέρηση, ολοκλήρωση της διανομής.

Η αίτηση παράτασης υποβάλλεται, το αργότερο, τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες πριν την εκπνοή της προθεσμίας των πέντε (5) ετών της παρ. 3. Μέχρι τη συζήτηση της αίτησης προσκομίζεται έκθεση του Εισηγητή.

5. Τα πτωχευτικά όργανα συνεχίζουν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους και η πτωχευτική διαδικασία δεν διακόπτεται, μέχρι την έκδοση απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου κατά την παρ. 4. Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν υπόκειται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα.

6. Ακόμη και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τις παρ. 4, εφόσον υπάρχει απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών, το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει την πτωχευτική διαδικασία άπαξ μέχρι δύο (2) έτη.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ

ΑΠΑΛΛΑΓΕΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΑΠΑΛΛΑΓΕΣ

 

Άρθρο 192

Απαλλαγή του οφειλέτη

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 2, ο οφειλέτης - φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται πλήρως από κάθε οφειλή προς τους πτωχευτικούς πιστωτές, ανεξαρτήτως του αν έχουν αναγγελθεί ή όχι, τριάντα έξι (36) μήνες από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή την καταχώρηση της παρ. 4 του άρθρου 77, εκτός εάν εντός της παραπάνω προθεσμίας υποβληθεί προσφυγή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατά της απαλλαγής του. Η απαλλαγή έχει ως συνέπεια και την παύση των στερήσεων δικαιωμάτων τις οποίες συνεπάγεται η πτώχευση.

2. Για τους οφειλέτες της παρ. 3 του άρθρου 92, η προθεσμία της παρ. 1 ορίζεται σε ένα (1) έτος.

3. Σε περίπτωση που η προθεσμία της παρ. 1 ή της παρ. 2, κατά περίπτωση, λήγει εντός πενταετίας από προηγούμενη απαλλαγή του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης και της απαλλαγής κατά τον ν. 3869/2010 (Α΄ 130), τότε η απαλλαγή σύμφωνα με το παρόν άρθρο επέρχεται στην πέμπτη επέτειο της προηγούμενης απαλλαγής.

 

Άρθρο 193

Προσφυγή κατά της απαλλαγής

1. Η προσφυγή κατά της απαλλαγής ασκείται παραδεκτά στο πτωχευτικό δικαστήριο εφόσον ο προσφεύγων επικαλείται ότι η αδυναμία εκπλήρωσης την οποία διαπιστώνει η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του οφειλέτη ή ότι ο οφειλέτης δεν επέδειξε καλή πίστη είτε κατά την κήρυξη της πτώχευσης είτε και κατά τη διάρκειά της, δεν έχει υπάρξει συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης, έχει δολίως αποκρύψει εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ή ότι είτε εκκρεμεί ποινική δίωξη κατά του οφειλέτη για κάποια από τις πράξεις του ενάτου Μέρους του Δεύτερου Βιβλίου ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης καταδολίευσης δανειστών, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα ή ότι έχει καταδικαστεί για κάποια από αυτές τις πράξεις.

2. Σε περίπτωση προσφυγής, το πτωχευτικό δικαστήριο, ύστερα από σχετική έκθεση του εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφασίζει περί της απαλλαγής. Εάν το πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις απαλλαγής, δύναται με αιτιολογημένη απόφασή του, να θέσει προθεσμία στον οφειλέτη για την ικανοποίησή τους, να περιορίσει την απαλλαγή ως προς ορισμένα μόνο χρέη ή να ορίσει εξαιρετικά μεγαλύτερη προθεσμία απαλλαγής, παρέχοντας σε κάθε περίπτωση δέουσα αιτιολόγηση τυχόν παρεκκλίσεων από την προβλεπόμενη προθεσμία γενικής απαλλαγής της παρ. 1 του άρθρου 192.

3. Αν η προσφυγή επικαλείται ποινική δίωξη ή καταδίκη για κάποια από τις πράξεις της παρ. 1, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την απόφασή του μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας. Η απόφαση ανακαλείται αν επέλθει μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση.

 

Άρθρο 194

Οφειλές που δημιουργήθηκαν από δόλο ή βαριά αμέλεια

1. Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν μετά την υποβολή της αίτησης πτώχευσης (σε περίπτωση χρεών προς το Δημόσιο κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος στον οποίο ανάγεται η υποχρέωση και όχι ο χρόνος δημιουργίας του νόμιμου τίτλου) και οφειλές από δόλο ή βαρεία αμέλεια που προκάλεσε θάνατο ή σωματική βλάβη προσώπου, οφειλές από τα αδικήματα του ν. 4557/2018 (Α΄ 139) και οφειλές διατροφής.

2. Σε περίπτωση που μετά την απαλλαγή οφειλέτη αποδειχθεί ότι παρέλειψε δολίως ή από βαριά αμέλεια την αποκάλυψη της οικονομικής και περιουσιακής του κατάστασης κατά την διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ή δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το σχέδιο πληρωμών της παρ. 2 του άρθρου 92, το πτωχευτικό δικαστήριο εντός τριετίας από την επέλευση της απαλλαγής, μπορεί μετά από αίτημα πιστωτή να ανακαλέσει την απαλλαγή εν όλω ή εν μέρει ή να θέσει προϋποθέσεις της απαλλαγής, όπως την εξόφληση των οφειλομένων από το σχέδιο πληρωμών.

 

Άρθρο 195

Απαλλαγή εκπροσώπων νομικού προσώπου

1. Φυσικό πρόσωπο που εκ του νόμου έχει αλληλέγγυα ευθύνη λόγω της ιδιότητάς του ως εκπροσώπου ή διοικούντος το νομικό πρόσωπο οφειλέτη απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για οφειλές του οφειλέτη που προέκυψαν εντός της ύποπτης περιόδου, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 116, ή και εντός των τριάντα έξι (36) μηνών που προηγήθηκαν της ύποπτης περιόδου, με την πάροδο τριάντα έξι (36) μηνών από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, ή είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης ή την καταχώρηση της παρ. 4 του άρθρου 77, όποιο από τα δύο προηγηθεί χρονικά, εκτός εάν εντός της παραπάνω προθεσμίας υποβληθεί προσφυγή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατά της απαλλαγής του.

2. Σε περίπτωση προσφυγής, το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης, ύστερα από σχετική έκθεση του εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφαίνεται υπέρ της απαλλαγής, εάν το φυσικό πρόσωπο επιδεικνύει καλή πίστη τόσο κατά την κήρυξη της πτώχευσης όσο και κατά τη διάρκειά της, είναι συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης, δεν ευθύνεται για πράξη ή παράλειψη του άρθρου 127 και η πτώχευση δεν οφείλεται σε δόλιες ενέργειές του. Δεν απαλλάσσονται πλήρως αυτοί που καταδικάστηκαν για κάποια από τις πράξεις του Ενάτου Μέρους του Δεύτερου Βιβλίου του παρόντος ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα. Αν υπάρχει εκκρεμής ποινική δίωξη ή αστική αγωγή για κάποια από αυτές τις πράξεις ή παραλείψεις, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την απόφασή του μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της διαδικασίας. Η απόφαση ανακαλείται, αν επέλθει μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση εντός τριετίας από την επέλευση της απαλλαγής.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ

 

Άρθρο 196

Συνέπειες απαλλαγής στη ρευστοποίηση και διανομή - επίπτωση σε συνοφειλέτες ή σε οφειλές τρίτων εγγυημένες από τον οφειλέτη

Η απαλλαγή του οφειλέτη ή του εκπροσώπου του από χρέη, κατά περίπτωση, δεν θίγει με οποιονδήποτε τρόπο τη συνέχιση της διαδικασίας ρευστοποίησης και διανομής των στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας και τα δικαιώματα των πιστωτών επί αυτών, συμπεριλαμβανομένων και των αδήλων εισοδημάτων ή περιουσιακών στοιχείων τα οποία δολίως ή εξ αμελείας απεκρύβησαν στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας από τον οφειλέτη και των δικαιωμάτων των ενέγγυων πιστωτών επί υπεγγύων στοιχείων του οφειλέτη, η οποία διεξάγεται και ολοκληρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Ρητώς διευκρινίζεται ότι η απαλλαγή του οφειλέτη εκ της πρωτοφειλής ή εγγυήσεως δεν επηρεάζει τις απαιτήσεις έναντι των λοιπών συνοφειλετών ή εγγυητών που ενέχονται εκ του νόμου ή δυνάμει δικαιοπραξίας.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 197

Χρεοκοπία

1. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, κατά την ύποπτη περίοδο, όπως αυτή προσδιορίζεται με την πτωχευτική απόφαση, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρο 81 ή και έξι (6) μήνες πριν ή και μετά την κήρυξη της πτώχευσης οποτεδήποτε:

α. εξαφανίζει ή παρασιωπά περιουσιακά του στοιχεία που σε περίπτωση πτώχευσης εμπίπτουν στην πτωχευτική περιουσία ή κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκούσε, ματαιώνει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τρίτων, βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία,

β. καταρτίζει ζημιογόνες ή κερδοσκοπικές ή ριψοκίνδυνες δικαιοπραξίες πάσης φύσεως, ακόμα και επί χρηματοοικονομικών παραγώγων, κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης, ή διαθέτει υπερβολικά ποσά σε παίγνια, στοιχήματα ή σε αντιοικονομικές δαπάνες ή συνάπτει χρέη για τους σκοπούς αυτούς,

γ. προμηθεύεται εμπορεύματα ή αξιόγραφα με πίστωση, τα οποία, ή τα πράγματα που κατασκευάζει με αυτά, διαθέτει ή παραχωρεί σε τιμές ουσιωδώς κάτω της αξίας τους, κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης,

δ. παριστά ψευδώς ότι είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων,

ε. παραλείπει την τήρηση υποχρεωτικών εμπορικών βιβλίων ή τα τηρεί κατά τέτοιο τρόπο ή τα μεταβάλλει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του ή δεν υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις ή άλλες δηλώσεις περιουσίας (π.χ. πόθεν έσχες) σύμφωνα με το νόμο,

στ. εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά του βιβλία ή άλλα στοιχεία ή παρασιωπά την ύπαρξη εμπορικών βιβλίων ή άλλων στοιχείων, καταστρέφει ή βλάπτει εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική κατά τον νόμο, πριν παρέλθει η προθεσμία που πρέπει να τα διατηρήσει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του,

ζ. αντίθετα προς τον νόμο, i) παραλείπει την κατά τον νόμο σύνταξη των ισολογισμών ή της απογραφής ή ii) καταρτίζει ισολογισμούς ή απογραφή κατά τρόπο που δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του, ή

η. ελαττώνει την κατάσταση της περιουσίας του με άλλον τρόπο ή παρασιωπά ή αποκρύπτει τις αληθινές δικαιοπρακτικές του σχέσεις.

2. Τιμωρείται επίσης, με τις ποινές της παρ. 1 και αυτός που με κάποια από τις πράξεις της παρ. 1 προκάλεσε την παύση των πληρωμών του.

3. Όποιος τέλεσε κάποια από τις πράξεις των περ. ε΄ και ζ΄ της παρ. 1 από αμέλεια, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών ή χρηματική ποινή.

4. Παράλειψη παροχής συνδρομής και των απαιτουμένων στοιχείων από τον οφειλέτη ή, στην περίπτωση νομικού προσώπου, από τους εκπροσώπους του, στο πλαίσιο διαδικασίας του παρόντος νόμου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών ή χρηματική ποινή.

5. Οι πράξεις του παρόντος άρθρου είναι αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή η αίτηση απορριφθεί για τον λόγο ότι προβλέπεται πως η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 77.

 

Άρθρο 198

Ευνοϊκή μεταχείριση πιστωτή

1. Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και χρηματική ποινή, όποιος ενώ βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών ή σε κατάσταση επαπειλούμενης αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων, με επιζήμια πράξη του άρθρου 116 ικανοποιεί απαίτηση πιστωτή ή του παρέχει ασφάλεια, εν γνώσει του ευνοώντας αυτόν έναντι των λοιπών πιστωτών.

2. Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 197 εφαρμόζεται αναλόγως.

 

Άρθρο 199

Ποινική ευθύνη τρίτων

1. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος:

α. εν γνώσει του ότι άλλος απειλείται να περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων ή

β. μετά την παύση των πληρωμών του, με τη συναίνεση του οφειλέτη ή προς όφελος εκείνου, εξαφανίζει ή παρασιωπά ή αποκρύπτει περιουσιακά στοιχεία εκείνου, τα οποία σε περίπτωση πτώχευσης ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία ή ενεργώντας κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής διαχείρισης, τα καταστρέφει, τα βλάπτει ή τα καθιστά άχρηστα.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο πιστωτής που συνομολογεί με τον οφειλέτη ή άλλο πρόσωπο ιδιαίτερα ωφελήματα χάριν της ψήφου του στις διασκέψεις της πτώχευσης ή όποιος συνάπτει ιδιαίτερη συμφωνία που ωφελεί τον ίδιο και επιβαρύνει το ενεργητικό της πτώχευσης. Οι συμφωνίες αυτές κηρύσσονται άκυρες έναντι πάντων και έναντι του οφειλέτη από το πτωχευτικό δικαστήριο.

3. Οι πράξεις του παρόντος είναι αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή η αίτηση απορριφθεί, διότι προβλέπεται ότι η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας κατά την παρ. 4 του άρθρου 77.

 

Άρθρο 200

Ποινική ευθύνη οφειλετών, συζύγων, συμβίων και συγγενών

1. Ο σύζυγος, ο σύμβιος ή η συμβία, οι κατιόντες ή ανιόντες του οφειλέτη και οι κατά την ίδια τάξη εξ αγχιστείας συγγενείς του που εν γνώσει παρανόμως ιδιοποιούνται, υπεξάγουν ή αποκρύπτουν πτωχευτικά πράγματα, χωρίς συνεννόηση με τον οφειλέτη, τιμωρούνται κατά τις διατάξεις περί κλοπής ή υπεξαίρεσης του Ποινικού Κώδικα και διώκονται πάντοτε αυτεπαγγέλτως.

2. Αν οι πράξεις αυτές τελούνται μετά από συνεννόηση με τον οφειλέτη, εφαρμόζονται ως προς τα πρόσωπα της παρ. 1 οι διατάξεις περί συμμετοχής του Ποινικού Κώδικα.

 

Άρθρο 201

Αδικήματα συνδίκων

1. Κάθε παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων ή άλλων πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας από τον σύνδικο ή από πρόσωπα που έχουν προσληφθεί για τις ανάγκες της πτώχευσης τιμωρείται κατά τις διατάξεις περί υπεξαίρεσης του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 375 επ.).

2. Κάθε ψευδής παράσταση του συνδίκου με την έκθεση του άρθρου 141 ή με μεταγενέστερες εκθέσεις, δηλώσεις και υπομνήματά του, προς βλάβη του οφειλέτη ή των πιστωτών, τιμωρείται κατά τις διατάξεις περί απάτης του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 386 επ.).

3. Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή διπλάσια της ωφέλειάς του ο σύνδικος που πωλεί πτωχευτικά πράγματα και τα αγοράζει εμμέσως ο ίδιος με παρένθετα πρόσωπα. Το ποσό της χρηματικής ποινής εισπράττεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ και αποδίδεται από το Δημόσιο στην πτώχευση.

 

Άρθρο 202

Ποινική ευθύνη των διαχειριστών κ.λπ. των νομικών προσώπων

1. Όταν η πτώχευση αναφέρεται σε νομικά πρόσωπα, ποινική ευθύνη για τις πράξεις του παρόντος κεφαλαίου, έχουν εκείνοι οι διαχειριστές, τα μέλη της διοίκησης και οι διευθυντές τους, οι οποίοι τέλεσαν τις εν λόγω πράξεις.

2. Οι διαχειριστές, τα μέλη της διοίκησης και οι διευθυντές των νομικών προσώπων τιμωρούνται με τις ποινές της παρ. 1 του άρθρου 197 και όταν έλαβαν προκαταβολές ανώτερες από αυτές που προβλέπονται στην απόφαση του αρμόδιου εταιρικού οργάνου ή στο καταστατικό του νομικού προσώπου.

 

Άρθρο 203

Δικονομικές διατάξεις

1. Τα αδικήματα του παρόντος Κεφαλαίου ανακρίνονται και εκδικάζονται κατά προτεραιότητα με ευθύνη του αρμόδιου εισαγγελέα. Δικαίωμα παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας στις δίκες για παράβαση των διατάξεων αυτών έχουν τόσο ο σύνδικος όσο και οι πιστωτές κατ’ άρθρο 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

2. Περίληψη των καταδικαστικών αποφάσεων για πράξεις του παρόντος νόμου δημοσιεύεται, μόλις οι ως άνω αποφάσεις τελεσιδικήσουν. Στην απόφαση ορίζονται ο τρόπος της δημοσιοποίησης, ηλεκτρονικής ή μη, και η υποχρέωση καταβολής της δαπάνης για αυτήν.

3. Όταν κατά τη διάρκεια πτωχευτικής δίκης ανακύπτει γεγονός που μπορεί να χαρακτηριστεί αδίκημα του παρόντος κεφαλαίου ή αδίκημα διωκόμενο αυτεπαγγέλτως, ο εισηγητής ή ο αρμόδιος δικαστής του πτωχευτικού δικαστηρίου οφείλει να συντάξει έκθεση και να τη διαβιβάσει στον αρμόδιο εισαγγελέα με κάθε πληροφορία και με τα σχετικά έγγραφα.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟ

ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ -ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΕΣ / ΚΑΤΑΡΓΗΤΙΚΕΣ -ΤΕΛΙΚΕΣ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 204

Εξουσιοδοτικές διατάξεις Μέρους Πρώτου

1. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, η κατ΄ άρθρο 76 πτωχευτική ικανότητα μπορεί να αποδίδεται και σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που δεν επιδιώκουν οικονομικό σκοπό αλλά ασκούν οικονομική δραστηριότητα. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα δύνανται να ρυθμίζονται ειδικότερα οι προϋποθέσεις και οι έννομες συνέπειες της πτώχευσης στην περίπτωση αυτή, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της αφερεγγυότητας νομικών προσώπων που δεν επιδιώκουν οικονομικό σκοπό.

2. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να αναπροσαρμοστεί ο αριθμός των κριτηρίων προσδιορισμού της πολύ μικρής οντότητας του άρθρου 2 του ν. 4308/2014, που πρέπει να ικανοποιεί ο οφειλέτης, προκειμένου η πτώχευση να χαρακτηριστεί ως μικρού αντικειμένου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 78 του παρόντος.

3. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αυξάνονται ή μειώνονται τα ποσά του γραμματίου κατάθεσης της παρ. 8 του άρθρου 79, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη διασφάλισης πρόσβασης στη διαδικασία και την πληρέστερη κάλυψη του πραγματικού κόστους της διαδικασίας για το δικαστικό σύστημα.

 

Άρθρο 205

Εξουσιοδοτικές διατάξεις Μέρους Δευτέρου

1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να ορίζεται ότι οι αποφάσεις της παρ. 1 του άρθρου 84 δημοσιεύονται και αυτεπαγγέλτως από το αρμόδιο δικαστήριο.

2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Ειδικού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, μπορεί να ορίζεται άλλη μέθοδος προσδιορισμού των εύλογων δαπανών διαβίωσης του οφειλέτη από τις οριζόμενες στην παρ. 2 του άρθρου 73 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94). Με παρόμοια απόφαση ορίζεται η μέθοδος προσδιορισμού όταν ο οφειλέτης υπάγεται στην παρ. 3 του άρθρου 92, η σχετική διαδικασία καθώς και κάθε σχετικό θέμα και ειδική λεπτομέρεια.

 

Άρθρο 206

Εξουσιοδοτικές διατάξεις Μέρους Τρίτου

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης μπορεί να ορισθούν ελάχιστη νόμιμη αποζημίωση συνδίκων, ιδίως στην περίπτωση πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου, και οι όροι καταβολής της (που μπορεί να προβλεφθεί ότι γίνεται σταδιακά σε σχέση με την ολοκλήρωση συγκεκριμένων σταδίων της διαδικασίας), η χρηματοδότηση εξόδων της διαδικασίας και να προσδιορισθούν οι δημόσιοι πόροι για την κάλυψη των σχετικών υποχρεώσεων, η σχετική διαδικασία και κάθε ειδικότερο θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

 

Άρθρο 207

Εξουσιοδοτικές διατάξεις Μέρους Πέμπτου

1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης ορίζονται οι ειδικότεροι όροι της τήρησης των επαγγελματικών τραπεζικών λογαριασμών των υπαλλήλων των πλειστηριασμών.

2. Με αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζονται οι ειδικότεροι όροι λειτουργίας των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού, οι λεπτομέρειες υποβολής των πλειοδοτικών προσφορών, η διαδικασία πιστοποίησης και εγγραφής χρηστών στα συστήματα, το ύψος και ο τρόπος καθορισμού, επιμερισμού, είσπραξης και απόδοσης του τέλους χρήσης των συστημάτων, αναπροσαρμογής του τέλους χρήσης και του μέρους αυτού που αποδίδεται στο ΤΑ.Χ.ΔΙΚ., καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια.

 

Άρθρο 208

Εξουσιοδοτικές διατάξεις Μέρους Έκτου

Με προεδρικό διάταγμα, έπειτα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να ορίζεται ότι στις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου τα Ειρηνοδικεία ορισμένων μόνο περιφερειών έχουν πτωχευτική αρμοδιότητα και να ρυθμίζονται ειδικότερα οι λοιπές περιφέρειες για τις οποίες τα δικαστήρια αυτά έχουν κατά τόπο αρμοδιότητα, θέματα οργάνωσης και στελέχωσής τους και κάθε άλλο ειδικό θέμα και σχετική λεπτομέρεια.

 

Άρθρο 209

Εξουσιοδοτικές διατάξεις Μέρους Εβδόμου

1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ορίζεται η διαδικασία διαγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, κατά περίπτωση, λόγω της απαλλαγής του οφειλέτη σύμφωνα με το άρθρο 192, λαμβανομένου υπόψη και του άρθρου 196.

2. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζεται ειδικό πλαίσιο υποχρεώσεων των χρηματοδοτικών φορέων, κατά την έννοια της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 6,

για λήψη μέτρων επιμέλειας για την αξιολόγηση του αν η αίτηση πτώχευσης υποβάλλεται καταχρηστικά ή αν ο χρηματοδοτικός φορέας διαθέτει στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι συντρέχουν οι περιστάσεις που αποκλείουν την απαλλαγή του οφειλέτη κατά την παρ. 1 του άρθρου 193 ή την παρ. 2 του άρθρου 195, κατά περίπτωση, με σκοπό την προστασία των συμφερόντων των χρηματοδοτικών φορέων έναντι των οφειλετών τους.

3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ορίζεται η διαδικασία διαγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης λόγω της απαλλαγής φυσικού προσώπου σύμφωνα με το άρθρο 192.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 210

Τελικές διατάξεις Μέρους Δευτέρου

1. Η πτώχευση δεν επηρεάζει τα δικαιώματα του εκδοχέα επί μελλοντικών απαιτήσεων του οφειλέτη που εκχωρήθησαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, αλλά δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.

2. α) Η πτώχευση του νομικού προσώπου καθώς και η απόρριψη της αίτησης λόγω έλλειψης ενεργητικού επιφέρει τη λύση του.

β) Τα όργανα του νομικού προσώπου διατηρούνται. Εφόσον η αίτηση υποβάλλεται από οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο, αρμοδιότητα για την υποβολή της έχει το όργανο της διοίκησης.

 

Άρθρο 211

Τελικές διατάξεις Μέρους Τρίτου

Τα οικονομικά στοιχεία της συνεχιζόμενης επιχείρησης, σε περίπτωση που η πτωχευτική απόφαση διατάζει την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής, ελέγχονται από ορκωτό ελεγκτή.

 

 

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΡΗΤΡΕΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ - ΕΥΑΛΩΤΟΙ ΟΦΕΙΛΕΤΕΣ

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΜΕΤΡΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΧΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

 

Άρθρο 212

Ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας

[Άρθρο 28 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019 περί πλαισίου για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και τις ανικανότητες ή την έκπτωση οφειλετών, καθώς και περί μέτρων βελτίωσης των διαδικασιών αυτών, και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (Οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα)]

Οι διαδικασίες του παρόντος νόμου υποβοηθούνται, ως ειδικότερα ορίζεται, από ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας και ανταλλαγής δεδομένων. Τα ηλεκτρονικά αυτά μέσα είναι τα εξής: α) Το Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας, β) η Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Εξωδικαστικής Ρύθμισης Οφειλών του άρθρου 29 του παρόντος και γ) το Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (ΟΣΔΔΥ-ΠΠ).

 

Άρθρο 213

Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας

Το Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας επιτρέπει την εκτέλεση με ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών καταστάσεων, τουλάχιστον των ακόλουθων ενεργειών:

α. την αναγγελία απαιτήσεων,

β. την υποβολή σχεδίων αναδιάρθρωσης ή εξυγίανσης,

γ. την ηλεκτρονική ψηφοφορία, όπου προβλέπεται κατά τις διαδικασίες του παρόντα νόμου,

δ. τις κοινοποιήσεις προς πιστωτές,

ε. την προσβολή και άσκηση ένδικων μέσων και βοηθημάτων,

στ. τη δημοσιοποίηση αποφάσεων και διατάξεων που αφορούν τις διαδικασίες του παρόντος νόμου,

ζ. την καταχώρηση των στοιχείων και πληροφοριών που προβλέπονται στον παρόντα νόμο.

2. Τα στοιχεία του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας είναι δημόσια διαθέσιμα.

 

Άρθρο 214

Ανταλλαγή πληροφοριών

1. Η Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Εξωδικαστικής Ρύθμισης Οφειλών, το Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας και το Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (ΟΣΔΔΥ-ΠΠ) διαλειτουργούν και ανταλλάσσουν πληροφορίες με βάσεις δεδομένων του δημόσιου τομέα ή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και με κάθε άλλο ηλεκτρονικό σύστημα δημοσίου φορέα ή υπηρεσίες από το οποίο απαιτείται η παροχή πληροφοριών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

 

Άρθρο 215

Συλλογή στοιχείων

[Άρθρο 29 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019 περί πλαισίου για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και τις ανικανότητες ή την έκπτωση οφειλετών, καθώς και περί μέτρων βελτίωσης των διαδικασιών αυτών, και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (Οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα)]

1. Τα διαθέσιμα στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας στοιχεία χρησιμοποιούνται από τις κατά περίπτωση αρμόδιες υπηρεσίες για τη συλλογή και συγκέντρωση δεδομένων για διαδικασίες του παρόντος νόμου, κατανεμημένα ανά είδος διαδικασίας, τουλάχιστον όσον αφορά τα ακόλουθα στοιχεία:

α. τον αριθμό των διαδικασιών για τις οποίες υποβλήθηκε αίτηση ή οι οποίες κινήθηκαν, και των διαδικασιών που εκκρεμούν ή περατώθηκαν,

β. τη μέση διάρκεια των διαδικασιών από την υποβολή της αίτησης έως την περάτωση, τον αριθμό των διαδικασιών πέραν όσων απαιτούνται κατά την περ. δ΄,

γ. τον αριθμό των αιτήσεων που χαρακτηρίστηκαν μη παραδεκτές, απορρίφθηκαν ή αποσύρθηκαν πριν εκκινήσουν,

δ. τον αριθμό των οφειλετών που υπήχθησαν σε διαδικασίες του παρόντος νόμου και οποίοι εντός τριών ετών πριν την υποβολή της αίτησης είχαν υπαχθεί σε επικυρωμένο σχέδιο εξυγίανσης ή σχέδιο αναδιάρθρωσης βάσει άλλης διαδικασίας αναδιάρθρωσης οφειλών ή απαλλαγής από χρέη.

2. Η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.) μεριμνά για τη συγκέντρωση δεδομένων σχετικά με:

α. το μέσο κόστος εκάστου είδους διαδικασίας,

β. τα μέσα ποσοστά ανάκτησης για τους εμπραγμάτως ασφαλισμένους και τους ανέγγυους πιστωτές και, κατά περίπτωση, για άλλα είδη πιστωτών, χωριστά,

γ. τον αριθμό των επιχειρηματιών που, μετά την υποβολή τους σε διαδικασία που οδηγεί στην απαλλαγή κατά τα άρθρα 192 επ. συστήνουν νέα επιχείρηση,

δ. τον αριθμό των θέσεων εργασίας που χάθηκαν μετά τη διαδικασία αναδιάρθρωσης και αφερεγγυότητας.

 

Άρθρο 216

Κατανομή στοιχείων

3. Το σύνολο των δεδομένων του άρθρου 215, κατά περίπτωση, συλλέγονται μέσω δειγματοληπτικής τεχνικής με σκοπό τα δείγματα να είναι αντιπροσωπευτικά ως προς το μέγεθος και την πολυμορφία τους, και κατανέμονται με βάση:

α. το μέγεθος των οφειλετών που δεν είναι φυσικά πρόσωπα,

β. το αν οι οφειλέτες είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και

γ. φυσικά πρόσωπα που έχουν εμπορική ιδιότητα και τα λοιπά.

4. Τα δεδομένα του παρόντος άρθρου, χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων, για τη διαβίβαση δεδομένων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 29 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΥΑΛΩΤΟΥΣ ΟΦΕΙΛΕΤΕΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΟΡΙΣΜΟΙ

 

Άρθρο 217

Ορισμοί

Για τις ανάγκες του παρόντος ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) Ως «ευάλωτος οφειλέτης», νοείται ο οφειλέτης, στο πρόσωπο του οποίου πληρούνται σωρευτικά τα εισοδηματικά, περιουσιακά και λοιπά κριτήρια που ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74).

β) Ως «βεβαίωση ευάλωτου οφειλέτη», νοείται αυτή που βεβαιώνει ότι ο οφειλέτης είναι ευάλωτος σύμφωνα με την περ. α΄ και ότι το ακίνητό του, το οποίο προσδιορίζεται στη βεβαίωση της παρούσας, συνιστά την κύρια κατοικία του, σύμφωνα με την περ. ε΄. Η βεβαίωση του παρόντος παρέχεται έπειτα από αίτημα φυσικού προσώπου το οποίο δηλώνει ότι έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή ότι o ενυπόθηκος ή ο προσημειούχος πιστωτής, σύμφωνα με την περ. γ΄, έχει κατάσχει το ακίνητό του ή ότι έχει καταρτιστεί η σύμβαση αναδιάρθρωσης του Κεφαλαίου Α΄ του Δεύτερου Μέρους του Πρώτου βιβλίου.

γ) Ως «ενυπόθηκος ή προσημειούχος πιστωτής», νοείται ο πιστωτής που έχει υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης επί της κύριας κατοικίας του οφειλέτη.

δ) Ως «εύλογες δαπάνες διαβίωσης», νοούνται οι δαπάνες όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 92.

ε) Ως «κύρια κατοικία», νοείται το ακίνητο το οποίο έχει δηλώσει ο οφειλέτης ως κατοικία του στην τελευταία φορολογική δήλωση που προηγείται της αίτησης του άρθρου 219 ή όπως προκύπτει από άλλα στοιχεία που αποδεικνύουν επαρκώς τη χρήση του ακινήτου ως κύρια κατοικία του, σε περίπτωση που έχει μεταβληθεί η κύρια κατοικία του οφειλέτη, από τον χρόνο υποβολής της τελευταίας φορολογικής δήλωσης. Για τον προσδιορισμό της πλήρωσης των κριτηρίων της περ. α΄, ως αξία της κύριας κατοικίας λαμβάνεται η αντικειμενικά προσδιοριζόμενη φορολογική της αξία.

στ) Ως «φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης», νοείται ο φορέας στον οποίο παραχωρείται από το Δημόσιο η άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στο Κεφάλαιο Β΄ του παρόντος.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΦΟΡΕΑΣ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΜΙΣΘΩΣΗΣ

 

Άρθρο 218

Παραχώρηση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων σε φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης

1. Το Δημόσιο παραχωρεί τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης σε νομικό πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα βάσει σύμβασης παραχώρησης με την οποία ο παραχωρησιούχος αναλαμβάνει την εκπλήρωση των σχετικών καθηκόντων και αρμοδιοτήτων. Η επιλογή του παραχωρησιούχου γίνεται κατόπιν διαδικασίας πρόσκλησης για υποβολή προσφορών, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Για την επιλογή παραχωρησιούχων για την εκπλήρωση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, τα βασικά κριτήρια είναι το ύψος της ανάληψης κινδύνου από πλευράς του Δημοσίου, το οποίο θα προβλέπεται από την σύμβαση παραχώρησης, ο τρόπος υπολογισμού του τιμήματος επαναγοράς της κύριας κατοικίας κατά τη λήξη της μίσθωσης και η αξιοπιστία, η ειδική τεχνογνωσία και η εμπειρία του υποψηφίου παραχωρησιούχου.

2. Ειδικότερα ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης αναλαμβάνει την υποχρέωση απόκτησης κύριας κατοικίας ευάλωτου οφειλέτη, τη μίσθωσή του σε αυτόν, και τη μεταβίβασή του σε αυτόν, σε κάθε περίπτωση υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 219, 220 και 222, αντιστοίχως.

 

Άρθρο 219

Μεταβίβαση κύριας κατοικίας στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης

1. α) Σε περίπτωση που ευάλωτος οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση, ή σε περίπτωση που σε βάρος της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από ενυπόθηκο ή προσημειούχο πιστωτή, ο ευάλωτος οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτημα μεταβίβασης ή μίσθωσης της κύριας κατοικίας του σε φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης.

β) Σε περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται λόγω πτώχευσης του δικαιούχου, το τίμημα για τη μεταβίβαση του ακινήτου στο φορέα αποδίδεται από τον φορέα στον σύνδικο για τη διανομή στους πιστωτές, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος νόμου.

γ) Σε περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται λόγω επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, το τίμημα της μεταβίβασης του ακινήτου στο φορέα αποδίδεται από τον φορέα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.

δ) Τα πάσης φύσης έξοδα μεταβίβασης καταβάλλονται από τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και παρακρατούνται από το τίμημα μεταβίβασης.

2. Σε περίπτωση που η κύρια κατοικία ανήκει στον ευάλωτο οφειλέτη μόνο ως προς ιδανικό μερίδιο ή αν ο ευάλωτος είναι ψιλός κύριος ή επικαρπωτής, η άσκηση του δικαιώματος του παρόντος προϋποθέτει τη σύμπραξη όλων των συνιδιοκτητών, συμπεριλαμβανομένων των ψιλών κυρίων και επικαρπωτών.

3. Ειδικότερα, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του παρόντος, ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του ευάλωτου, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι οι λοιποί συγκύριοι ή, κατά περίπτωση, ο ψιλός κύριος ή επικαρπωτής αποδέχονται τη μίσθωση του ακινήτου από τον ευάλωτο, υπό τους όρους που καθορίζει ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης, και παραιτούνται ρητά από οποιοδήποτε δικαίωμα επί του μισθώματος ή από τη δυνατότητα να προσβάλουν τη μίσθωση για οποιοδήποτε λόγο μέχρι τη συμβατική λήξη της. Η αποδοχή της παρούσας δεσμεύει και τους διαδόχους τους ανεξαρτήτως αιτίας.

4. α) Για τη μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος επί της κύριας κατοικίας, ο ευάλωτος υποβάλλει στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης τα στοιχεία ταυτότητάς του, το κατασχετήριο ή τα στοιχεία της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευσή του, τους τίτλους ιδιοκτησίας που κατέχει και τη βεβαίωση ευάλωτου οφειλέτη.

β) Αιτήσεις δεν γίνονται δεκτές εφόσον απέχουν περισσότερο από εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία του κατασχετηρίου εγγράφου ή της δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει τον ευάλωτο οφειλέτη σε πτώχευση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213. Ο φορέας επιβεβαιώνει τους τίτλους ιδιοκτησίας του δικαιούχου ως προϋπόθεση της αιτούμενης μεταβίβασης.

5. Το τίμημα μεταβίβασης ισούται προς την εμπορική αξία του ιδιοκτησιακού δικαιώματος του οφειλέτη επί της πρώτης κατοικίας σύμφωνα με την εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή. Τα έξοδα της εκτίμησης βαρύνουν τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, ο οποίος τον διορίζει. Σε περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται λόγω κατάσχεσης και η τιμή πρώτης προσφοράς είναι μεγαλύτερη από την τιμή εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή σε ποσοστό ανώτερο του δεκαπέντε τοις εκατό (15%), το τίμημα μεταβίβασης καθορίζεται ως το χαμηλότερο της τιμής πρώτης προσφοράς ή της τιμής εκτίμησης άλλου πιστοποιημένου εκτιμητή που διορίζει ο επισπεύδων πιστωτής.

6. Ο φορέας αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του δικαιούχου επί της κύριας κατοικίας του, αφότου καταβάλλει το τίμημα μεταβίβασης στον υπάλληλο πλειστηριασμού, πέντε (5) το αργότερο εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία του πλειστηριασμού, ή στον σύνδικο, έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του εξαμήνου που ακολουθεί τη δημοσίευση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευσή του. Η καταβολή του τιμήματος συνεπάγεται τη μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και τη ματαίωση του πλειστηριασμού, σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο φορέας αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του δικαιούχου ελεύθερο από κάθε βάρος ή διεκδίκηση τρίτου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΕΥΑΛΩΤΟΙ ΟΦΕΙΛΕΤΕΣ

 

Άρθρο 220

Μίσθωση κύριας κατοικίας

1. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίζεται σε δώδεκα (12) έτη.

2. Το μίσθωμα ορίζεται με βάση απόδοση που αντιστοιχεί προς το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τον τελευταίο μήνα, για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αναθεώρηση του μισθώματος γίνεται ετησίως στην επέτειο της κατάρτισης της μίσθωσης.

3. Το δικαιώματα του οφειλέτη από την μίσθωση καθώς και το δικαίωμα επαναγοράς του άρθρου 222 δεν μεταβιβάζονται, εκτός από την περίπτωση καθολικής διαδοχής του.

 

Άρθρο 221

Καταγγελία μίσθωσης

1. Η μίσθωση καταγγέλλεται εφόσον ο μισθωτής είναι υπερήμερος ως προς την καταβολή τριών (3) μισθωμάτων και η υπερημερία δεν θεραπευθεί ως προς το σύνολό της εντός μηνός από τη σχετική όχληση του μισθωτή. Η καταγγελία επέρχεται αυτοδικαίως με την άκαρπη παρέλευση της προθεσμίας της παρούσας.

2. Η μίσθωση καταγγέλλεται επίσης σε περίπτωση που κριθεί από το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο ότι ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από τις οφειλές του, σύμφωνα με το άρθρο 192. Η καταγγελία επέρχεται αυτοδικαίως με την παρέλευση ενός μήνα από την τελεσίδικη απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 192-193.

3. Σε περίπτωση καταγγελίας ο οφειλέτης υποχρεούται σε απόδοση του μισθίου, σύμφωνα με τα άρθρα 599 επ. του ΑΚ.

4. Η καταγγελία της μίσθωσης προκαλεί αυτοδικαίως την κατάργηση του δικαιώματος επαναγοράς του άρθρου 222.

 

Άρθρο 222

Επαναγορά κύριας κατοικίας από ευάλωτο

1. Εφόσον ο οφειλέτης καταβάλλει το σύνολο των μισθωμάτων για τη διάρκεια της μίσθωσης, μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα επαναγοράς και να αποκτήσει έναντι τιμήματος επαναγοράς που θα καθορισθεί σύμφωνα με την απόφαση της παρ. 3 του άρθρου 225, ο ίδιος ή οι νόμιμοι διάδοχοί του, την κυριότητα της κύριας κατοικίας η οποία είχε μεταβιβαστεί στον φορέα.

2. Σε περίπτωση που το δικαίωμα αυτό ασκηθεί πριν από τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, τότε ο οφειλέτης οφείλει να καταβάλει στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης την τρέχουσα αξία των μισθωμάτων που οφείλονται μέχρι τη λήξη της μισθωτικής περιόδου, επιπλέον του τιμήματος επαναγοράς του παρόντος.

 

Άρθρο 223

Στεγαστικό επίδομα - Λοιπές υποχρεώσεις οφειλέτη

1. Σε περίπτωση που ο ευάλωτος καταρτίσει μίσθωση επί της κύριας κατοικίας του σύμφωνα με τους όρους του παρόντος Κεφαλαίου και δικαιούται στεγαστικού επιδόματος σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74), αυτό καταβάλλεται στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης σε μερική εξόφληση του μισθώματος.

2. Ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά στοιχεία και οικογενειακά εισοδήματά του κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Η δόλια ή με βαριά αμέλεια παράβαση της παραπάνω υποχρέωσης, συνεπάγεται την ανατροπή των δικαιοπραξιών στις οποίες προέβη ο οφειλέτης επικαλούμενος τα ανακριβή ως άνω στοιχεία και την υποχρέωσή του να αποδώσει κάθε σχετικό ωφέλημα σε αυτόν από τον οποίο το απέκτησε.

 

Άρθρο 224

Άρση τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου

Καθόσον χρόνο οφειλέτης λαμβάνει επίδομα στέγασης, παραιτείται έναντι του Δημοσίου του τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου για τη διαπίστωση ότι οι προϋποθέσεις παροχής του επιδόματος συνεχίζουν να ισχύουν. Σε αντίθετη περίπτωση, η αρμόδια υπηρεσία του Δημοσίου θέτει προθεσμία για τη διακοπή παροχής του.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ - ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΕΣ/ ΚΑΤΑΡΓΗΤΙΚΕΣ - ΤΕΛΙΚΕΣ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 225

Εξουσιοδοτικές διατάξεις Μέρους Δευτέρου

1. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών προσδιορίζονται οι όροι της σύμβασης παραχώρησης προς τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και, ιδίως, η διάρκεια της παραχώρησης, οι ειδικότερες υποχρεώσεις και αρμοδιότητες του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, ενδεικτικά ως προς τη συντήρηση των αποκτουμένων ακινήτων, η τυχόν παροχή κρατικής εγγύησης προς αυτόν, οι ελάχιστες προϋποθέσεις που αφορούν τη σύσταση, οργάνωση, διαχείριση και λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένης και της πρόσληψης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του ν. 4354/2015 (Α΄ 176), τα μέτρα διασφάλισης της ακριβοδίκαιης εκπλήρωσης από τον παραχωρησιούχο των υποχρεώσεών του κατά το νόμο, οι συνέπειες της καταγγελίας της σύμβασης παραχώρησης, η δυνατότητα υποκατάστασης του παραχωρησιούχου για τη διασφάλιση της ομαλής εξυπηρέτησης των συμφερόντων που εξυπηρετεί ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης, καθώς και κάθε ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας. Με όμοια απόφαση ορίζονται οι ειδικοί όροι και τα τεχνικά ζητήματα που αφορούν τη διαδικασία επιλογής του παραχωρησιούχου.

2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται κάθε ειδικότερο διαδικαστικό ζήτημα που αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων και αρμοδιοτήτων του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, καθώς και οι ειδικότεροι όροι και η διαδικασία της μεταβίβασης δικαιωμάτων επί της κύριας κατοικίας σε αυτόν.

3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών προσδιορίζεται κάθε ειδικότερο ζήτημα που αφορά τη μίσθωση της κύριας κατοικίας στον οφειλέτη και, ιδίως, το μίσθωμα και το τίμημα επαναγοράς από τον οφειλέτη, τις λοιπές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και του οφειλέτη, ως προς την κύρια κατοικία, τη μισθωτική σύμβαση και την υπερημερία του οφειλέτη, τις μισθωτικές του υποχρεώσεις, το καταβαλλόμενο ποσό κατά τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος επαναγοράς και τους λοιπούς όρους καταβολής του τιμήματος επαναγοράς, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας. Το οριζόμενο σύμφωνα με την απόφαση αυτή τίμημα επαναγοράς οφείλει να ανταποκρίνεται στην εμπορική αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος επαναγοράς και να διασφαλίζει προς όφελος του φορέα εύλογη συμμετοχή σε τυχόν υπεραξία του ακινήτου ή, σε περίπτωση όπου η αξία του ακινήτου έχει μειωθεί σε σχέση προς το τίμημα που κατέβαλε για την απόκτησή του ο φορέας, την εύλογη προσαρμογή του προς όφελος του οφειλέτη.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καθορίζεται κάθε ειδικότερο ζήτημα που αφορά στην παροχή του στεγαστικού επιδόματος, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74), στους ευάλωτους οφειλέτες.

5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καθορίζονται η αρμόδια υπηρεσία και η διαδικασία βάσει της οποίας διαπιστώνεται ότι οφειλέτης εμπίπτει στην κατηγορία του ευάλωτου οφειλέτη, η αρμόδια υπηρεσία για την έκδοση της βεβαίωσης ευάλωτου οφειλέτη, η διαδικασία και τα πιστοποιητικά που απαιτούνται για την έκδοση της βεβαίωσης του ευάλωτου οφειλέτη, καθώς και κάθε ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 226

Τελικές διατάξεις Μέρους Δευτέρου

1. Κατά την απόκτηση του ακινήτου από τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης εφαρμόζονται οι φορολογικές και λοιπές διευκολύνσεις των άρθρων 170 και 171.

2. Οι διαδικασίες που περιγράφονται στο Δεύτερο Μέρος του παρόντος Βιβλίου εκκινούν μόνον μετά την έναρξη λειτουργίας του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, σύμφωνα με τα ειδικώς οριζόμενα σε αυτό.

3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών διαπιστώνεται η έναρξη λειτουργίας του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, μετά από εισήγηση της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.